Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Π.ΚΟΝΔΥΛΗΣ :απο τον ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΣΜΟ στην ΕΥΡΑΣΙΑ , ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ


«Όποιος δεν θέλει να είναι το φερέφωνο του ισχυρού δεν πρέπει και να αποδέχεται την εικόνα που προβάλλει και επιβάλει ο ισχυρός για τον εαυτό του»1
Π. Κονδύλης

Ανάμεσα στις κατά καιρούς συνηγορίες του αμερικανισμού, ξεχώρισαν το τελευταίο διάστημα το κείμενο του υπεύθυνου του ΕΛΙΑΜΕΠ καθηγητή Θ. Κουλουμπή, για το δόγμα του «ευρωαντλαντισμού» (που δημοσίευσε η εφημερίδα «Καθημερινή»), δηλαδή την αποκλειστική ,την προνομιακή , την στρατηγική συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ.

Το ζήτημα της αντίστασης ή της υποταγής στον αμερικανισμό φαίνεται ότι έχει διχάσει την ελληνική πολιτική κοινωνία. Υπερασπιστές των ΗΠΑ εμφανίζονται από τον συντηρητικό χώρο έως την εκσυγχρονιστική αριστερά καθώς και την άκρα αριστερά. Παρόμοια και οι επικριτές της αμερικάνικης πολιτικής, εμφανίζονται σε όλο το πολιτικό κοινωνικό φάσμα (από την ορθόδοξη εκκλησία ως την επαναστατική αριστερά).

Οι απολογητές του αμερικανισμού, προβάλλουν την στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδος ως μοναδική επιλογή για το νεοελληνικό κράτος, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι και μέρος των Βαλκανίων και κατά συνέπεια μπορεί να αναπτύσσει αμοιβαία επωφελείς σχέσεις τόσο με τις βαλκανικές χώρες όσο και με την Ρωσία. Η αμερικάνικη ισχύς δεν είναι ακατανίκητη οδεύουμε πλέον σε ένα πολυπολικό κόσμο όπου μικρές χώρες σαν την Ελλάδα θα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να ελιχθούν.

Τα ηθικά επιχειρήματα συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν έχουν καμία βαρύτητα. Το νεοελληνικό κράτος και λιγότερο η ηπειρωτική Ευρώπη κατεχόταν επί αρκετές δεκαετίες από τον στρατό της Μεγ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Η κληρονομιά της κατοχής και της υποτέλειας υπήρξε πολύ δυσάρεστη για τον νεοελληνισμό. Πέραν του ότι δηλητηρίασε την πολιτική ζωή κατασκεύασε μια πολιτική και οικονομική τάξη που οφείλει την ύπαρξη της, στην αμερικάνικη υποτέλεια.

Η υποτιθέμενη ανάσχεσης του σοβιετικού κινδύνου παλαιότερα, του Ισλάμ σήμερα, οδήγησε τις ΗΠΑ να λεηλατήσουν τις φιλελεύθερες αξίες τους. Εγκαθίδρυση δικτατοριών σε χώρες όπως η Χιλή και η Ελλάδα, δημιουργία αποσπασμάτων θανάτου στην Λατινική Αμερική, παρακολούθηση πολιτών σε όλο τον κόσμο, τυχοδιωκτικοί πόλεμοι στο όνομα της «δημοκρατίας» , του «ανθρωπισμού »και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης στο Γκουαντάναμο και στο Αμπού Γκράιμπ.

Στο εσωτερικό των ΗΠΑ η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Ενώ τυπικά λειτουργεί η δημοκρατία, στην πραγματικότητα το κοινοβούλιο ελέγχεται ασφυκτικά από επιχειρηματικά συμφέροντα, η πληροφόρηση είναι κατευθυνόμενη, και η απουσία κοινωνικού κράτους κάνει αφόρητη την ζωή για τους εργαζόμενους. Ο «πολιτισμός» των Mac και της Coca-Cola ευθύνεται για την μόλυνση του περιβάλλοντος αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού. Δίπλα στον Αμερικάνο Πρόεδρο Μπους, Ευαγγελιστές θεολόγοι, διαστρεβλώνουν πλήρως την χριστιανική θεολογία που έχει ως κέντρο της την αγάπη –και μάλιστα την αγάπη προς τους εχθρούς-, μετατρέποντας την Βίβλο σε μία απολογία των τυχοδιωκτικών πολέμων των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Η κριτική προς τις ΗΠΑ έχει επεκταθεί πλέον από αιρετικούς στοχαστές σαν τον Νόαμ Τσόμσκι και τον Χάρολντ Πίντερ σε οργανικούς διανοούμενους του συστήματος όπως Ζ. Μπρεζίνσκι. Η προεδρία Ομπάμπα μένει να αποδείξει αν θα ανατρέψει αυτή την κατάσταση , ή απλά θα χρησιμοποιήσει άλλες τακτικές για να επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους των ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ για να διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσής τους, δανείζονται διαρκώς από το εξωτερικό και μάλιστα από έναν από τους κυριότερους ανταγωνιστές τους την Κίνα. Τα συνεχώς διευρυνόμενα εμπορικά τους ελλείμματα ,όπως και η χρεοκοπία ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος και μέρους της αυτοκινητοβιομηχανίας , αποδεικνύουν ότι υπάρχουν δυσεπίλυτα ,δομικά προβλήματα στην οικονομία τους. Έτσι οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύοντας σήμερα την πλέον βάρβαρη εκδοχή του καπιταλισμού είναι συγχρόνως οικονομικά αναποτελεσματικές και ηθικά χρεοκοπημένες .

Μόνο σε κάποιους όψιμους νεοσυντηρητικούς στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ διατηρούν ακόμη την λάμψη τους. Σε πολλές περιπτώσεις απομονώνεται ένας τομέας των ΗΠΑ, ώστε να αιτιολογηθεί συνολικά η κατάφαση στο μοντέλο τους. Διαβάσαμε ότι «ΗΠΑ διαθέτουν τα καλύτερα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στον κόσμο». Όμως παρά το γεγονός ότι πλέον η πρωτοπορία της τεχνολογικής γνώσης μεταναστεύει σε χώρες όπως η Ινδία, θα πρέπει να αναρωτηθούμε βαθύτερα, ποιο είναι το μέσο επίπεδο μόρφωσης στις ΗΠΑ, υψηλότερο ή χαμηλότερο από την Ευρώπη, κι ακόμη η γνώση που παράγεται χρησιμοποιείται για σκοπούς που ωφελούν η βλάπτουν τον άνθρωπο, ή πως εναρμονίζεται η τεχνολογική εξέλιξη με την προέλαση των πλέον ακραίων μορφών ανορθολογισμού (θρησκευτικές σέχτες, πίστη σε εξωγήινους, υποστήριξη της θανατικής καταδίκης, ελεύθερη κατοχή όπλων). Όπως δεν έσωσε την ΕΣΣΔ από την διάλυση, η παρουσία ενός εξελιγμένου στρατιωτικού τομέα μέσα σε μία παρακμάζουσα κοινωνία έτσι και δεν θα σώσει τις ΗΠΑ από την παρακμή η ύπαρξη δύο-τριών καλών πανεπιστημίων.

Βεβαίως στην χώρα μας υπάρχουν φωνές που μας καλούν να συνδράμουμε στις τυχοδιωκτικές εκστρατείες των ΗΠΑ, ώστε να βρεθούμε στο κέντρο μιας διεθνούς σύγκρουσης, δίχως κανένα όφελος για την πατρίδα μας. Έγραψε δημοσιογράφος: «οι δε φίλοι και σύμμαχοι βλέπουν ότι δεν είμαστε σε θέση, δεν ενδιαφερόμαστε να εκπληρώσουμε τον ρόλο μας ως σύμμαχοι, δηλαδή να συμβάλουμε αποφασιστικά, όσο μας είναι δυνατόν, στη συνδιαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ασφαλείας που, όπως λέει όχι μόνον το ΝΑΤΟ αλλά με τον πιο επίσημο τρόπο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, μας οδηγεί πλέον να αμυνθούμε πολύ μακριά από τα σύνορά μας» («Νέα Πολιτική», τεύχος 7, σελ.45).

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον να βρεθεί στο κέντρο μιας διεθνούς διένεξης υποστηρίζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Αντίθετα η Ελλάδα σε συνεργασία με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γαλλία –που δεν αποδέχονται τις ατλαντικές επιλογές– θα πρέπει να αναλάβει να συνδέσει τον αραβικό κόσμο με τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι ατλαντικές υποχρεώσεις της Ελλάδας σταματούν εκεί που αρχίζουν τα εθνικά μας συμφέροντα. Ο ελληνικός στρατός, υπάρχει για να υπερασπίζεται αποκλειστικά την εδαφική ακεραιότητα του ελλαδικού και κυπριακού κράτους και η συμμετοχή του στο παρελθόν σε εκστρατείες όπως της Ουκρανίας και της Κορέας, μόνο ζημιές μας απέφερε.

Ένας «μεγαλοιδεατισμός» μάλιστα, που αναμένει την δικαίωση των οραμάτων του από τις ΗΠΑ, αφενός λησμονεί σε τι εθνικές καταστροφές οδήγησαν στο παρελθόν τέτοιου είδους αντιλήψεις, αφετέρου ότι πάγια πολιτική των ΗΠΑ είναι ο «ελληνοτουρκισμός» δηλαδή η στενή συνεργασία Ελλάδος – Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ελληνικά συμφέροντα. Η καλλιέργεια» μεγαλοιδεατισμών», αντί της Βαλκανικής Συνεργασίας καταλήγει αναπόφευκτα στην δραστικότερη ανάμειξη των ΗΠΑ, στις Βαλκανικές υποθέσεις. Οι δηλώσεις Ομπάμα που επιβράβευαν και κολάκευαν τον διωγμό των Ελλήνων από την Μικρά Ασία , αφού όπως είπε ο Τουρκισμός «αντιστάθηκε με επιτυχία στην προσπάθεια επανίδρυση μιας αρχαίας αυτοκρατορίας » , επιβεβαιώνει τις παραπάνω σκέψεις και το γεγονός ότι πάγια τα αμερικάνικα συμφέροντα ταυτίζονται , όχι με τα ελληνικά αλλά με τα τουρκικά συμφέροντα.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του με συστηματικό και σαφή τρόπο, υπέδειξε και στη συνέχεια αναίρεσε τα ιδεολογήματα του αμερικανισμού. Ηθικισμός και οικονομισμός συγχωνεύονται σε μία ολότητα στην αμερικάνικη ιδεολογία. Χυδαίος υλισμός στην οικονομία, ηθικισμός πουριτανισμός στις αξίες απαρτίζουν το δίπολο μέσα στο οποίο κινείται ο αμερικανισμός.

Ο Π. Κονδύλης θεωρεί ότι η φιλελεύθερη και η μαρξιστική ουτοπία μοιράζονται από κοινού ορισμένες αρχές και προϋποθέσεις ώστε «όπως οι μαρξιστές έζησαν το ναυάγιο της ουτοπίας τους, έτσι και οι φιλελεύθεροι θα βρεθούν σύντομα μπροστά στα ερείπια της δικής τους, την οποία θα γκρεμίσουν οι τρομακτικοί αγώνες κατανομής του 21ου αιώνα»2.

Οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο, παρά το γεγονός ότι χώρες που στο παρελθόν είχαν αναπτύξει στενότατες οικονομικές σχέσεις –όπως οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες πριν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στην συνέχεια ήρθαν σε αιματηρότατη πολεμική σύγκρουση. Τα κράτη δεν συνεργάζονται μεταξύ τους λόγω κοινότητας πολιτισμού ή αξιών αλλά λόγω συμφερόντων. Έτσι το αν ανήκει η Ελλάδα στην Δύση είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα για τους φιλοσόφους, αλλά χωρίς πρακτική αξία στην χάραξη πολιτικής. Ακόμη και αν η Ελλάδα είναι «δυτική» οφείλει να μην υποτάσσετε σε εκείνα τα κράτη της «Δύσης» που δεν προάγουν τα συμφέροντά της. Για τον Κονδύλη δεν είναι ο πολιτισμός που υπαγορεύει τις εκάστοτε συμμαχίες «αλλά η ενότητα των συμφερόντων όπως τα προσδιορίζει εκάστοτε η γεωπολιτική, η στρατηγική και η οικονομία»3. Εκτός αυτού η Ελλάδα, από διαπρεπείς Αμερικάνους όπως ο Χάντιγκτον, δεν θεωρείται λόγω της ορθοδοξίας μέρος του δυτικού κόσμου, όπως δεν θεωρείται και η Ρωσία, παρότι διαθέτουν πανομοιότυπα πολιτικά-οικονομικά συστήματα με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη και η Ελλάδα τουλάχιστον μετέχει σε δύο κατ’ εξοχήν δυτικούς οργανισμούς το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε..

Η Ελλάδα και η Ευρώπη ακόμη κι αν διαθέτουν κοινά στοιχεία με τις ΗΠΑ θα πρέπει να συντάξουν την δική τους αυτόνομη στρατηγική: «Μετά το 1945 ολόκληρη η Ευρώπη βρέθηκε υπό διπλή κατοχή αμερικάνικη και σοβιετική».4 Αν η κατοχή της Ανατολικής Ευρώπης από τους Σοβιετικούς κατέρρευσε η πλήρης αποδέσμευση της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης από τις ΗΠΑ είναι προϋπόθεση για την πολιτική της ενηλικίωσης.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης καταγγέλλει την φιλελεύθερη και μαρξιστογενή διανόηση, που υπερασπίζεται τα ιδεολογήματα του αμερικανισμού, τον «οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ο ρόλος που έπαιξαν ορισμένοι διανοούμενοι στην δικαιολόγηση των διαφόρων επιδρομών των ΗΠΑ, στην Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ, ή στην υπεράσπιση της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας τους (Τ. Νέγκρι) είναι χαρακτηριστική: «Αν ο ηττημένος, αποδεχόμενος όψιμα την ιδεολογία του νικητή, γίνεται συχνά ο γελοιωδέστερος και γλοιωδέστερος φορέας της δεν είναι βέβαιο ο πρωταρχικός εμπνευστής και θεμελιωτής της. Η «αριστερά» έχοντας μετατραπεί σε ουραγό ή σε σφουγγοκωλάριο του αμερικανισμού, δεν αντλεί πλέον από ό,τι ζωντανότερο είχε η μαρξιστική παράδοση, δηλαδή την ανελέητη απομυθοποίηση των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά τρέφεται από μια κοινωνική θεωρία που εν μέρει αντικατοπτρίζει και εν μέρει συγκαλύπτει εξιδανικευτικά τις πραγματικές σχέσεις ισχύος μέσα στη δυτική μαζική δημοκρατία».5

Η αναίρεση των ιδεολογημάτων, δεν είναι αντικείμενο μιας συζήτησης που διεξάγεται αποκλειστικά μεταξύ διανοουμένων, αλλά άπτεται άμεσα της πραγματικότητας: «ό,τι ήταν για τους Ρώσους κομμουνιστές χθες ο «προλεταριακός διεθνισμός», είναι σήμερα για τους Αμερικανούς τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Και στον 21ο αιώνα, όπως πάντοτε στο παρελθόν, την Ιστορία θα την καθορίσει όποια Δύναμη θα είναι σε θέση να προσδιορίζει δεσμευτικά για τους υπολοίπους το περιεχόμενο και την πρακτική εφαρμογή των κυρίαρχων εννοιών (διάβαζε: ιδεολογημάτων)».6 Οι ΗΠΑ φαίνεται το τελευταίο διάστημα να μεταχειρίζονται περισσότερο την «σύγκρουση των πολιτισμών» του Χάντιγκτον ως ιδεολογικό όπλο. Περιγράφουν έναν δυτικό κόσμο φρούριο τον οποίο υπερασπίζονται οι ΗΠΑ από τους έξωθεν κακούς. Η νέα ιδεολογική μεταμόρφωση συνεπάγεται μία σκλήρυνση και στο εσωτερικό μέτωπο. Έτσι ο Χάντιγκτον εισηγείται μία καθαρή «αμερικάνικη ταυτότητα» που θα προσδιορίζεται αποκλειστικά από τις διάφορες μορφές προτεσταντισμού και θα έχει εξοβελίσει τους ισπανόφωνους και κάθε άλλον μετανάστη που δεν επιδέχεται αφομοίωσης.

Σύμφωνα με τα αμερικάνικα ιδεολογήματα, η πύκνωση των ελληνοτουρκικών εμπορικών και οικονομικών σχέσεων (όπως η δαπανηρότατη εξαγορά τουρκικής τράπεζας από την Εθνική Τράπεζα) είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αναίμακτη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Όμως «μόνον όποιος ενστερνίζεται έναν οικονομίστικο ντετερμινισμό, δηλαδή μόνον όποιος αποδίδει τους πολέμους σε οικονομικούς ανταγωνισμούς και μόνον, δικαιούται λογικά να πιστεύει ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει τους πολέμους. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, όπως και σε άλλα ακόμη, ο οικονομίστικος φιλελευθερισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά χυδαίος μαρξισμός με αντιστραμμένα πρόσημα».7 Έτσι είναι ευεξήγητη η κοινότητα απόψεων, που παρουσιάζουν οι νεοφιλελεύθεροι και κάποιοι μαρξιστογενείς στην υπεράσπιση της αμερικάνικης πολιτικής στα Βαλκάνια (υποστήριξη του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας υποστήριξη αλυτρωτισμού και αδιαλλαξίας της FYROM, νέο-οθωμανισμός, σχέδιο Ανάν για την Κύπρο).

Ο Κονδύλης σπρώχνει την «λογική» του αμερικανισμού ως τα άκρα της, για να δείξει το λογικό του αδιέξοδο: «Σύμφωνα με τον οικουμενισμό των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’, που διακηρύσσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους, όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί όλοι έχουν εκ γενετής την ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξ ίσου του ορθού λόγου. Με αφετηρία λοιπόν την οικουμενική αυτή αρχή δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι οι Δυτικές Δυνάμεις ή το Ισραήλ έχουν το δικαίωμα να κατέχουν πυρηνικά όπλα, γιατί είναι εξ ορισμού σε θέση να τα χρησιμοποιούν «έλλογα» ενώ το Ιράκ και το Ιράν στερούνται του ίδιου αυτού δικαιώματος επειδή είναι εξ υπαρχής βέβαιο ότι δεν θα κάμουν «έλλογη χρήση του»8. Βέβαια γράφει αλλού ειρωνικά «αποτελεί δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να ανησυχούν πολύ περισσότερο για τα υποθετικά ατομικά όπλα της Βορείου Κορέας και του Ιράν παρά για τα πραγματικά ατομικά όπλα του Ισραήλ ωστόσο μία τέτοια συμπεριφορά ελάχιστα ενδείκνυται στα μάτια τρίτων προκειμένου να εμφανίσει κάποιον ως αμερόληπτο εκτελεστή οικουμενικών αρχών»9.

Ο Π. Κονδύλης έβλεπε το μέλλον της Ευρώπης στην στενή συνεργασία με την Ρωσία, στον σχηματισμό της Ευρασίας. Τις σκέψεις αυτές τις διατύπωνε, την εποχή που η Ρωσία βρισκόταν στην έσχατη παρακμή της υπό τη κηδεμονία των ολιγαρχών και του Γιέλτσιν. Όμως έγραφε με τη σκέψη στο μέλλον και με την βεβαιότητα ότι η Ρωσία θα επανάκαμπτε δυναμικά στην παγκόσμια πολιτική. Επισήμαινε ότι ιδιαίτερα η Σιβηρία «αποτελεί την τελευταία μεγάλη επιφάνεια μέσα σ’ έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη», διαθέτοντας «τεράστια αποθέματα αρκτικού πετρελαίου και βιομηχανικά –στρατηγικά σημαντικών μεταλλευμάτων»10.

Η γιγάντια οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της Κίνας θα απαιτήσει την άνετη και συνεχή πρόσβαση σε άφθονες πρώτες ύλες. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Σιβηρίας θα είναι συνεπώς μία αναγκαιότητα για την ύπαρξή της. Η πρόσβαση σε αυτές θα είναι αντικείμενο ή πολεμικής αναμέτρησης ή εμπορικής συναλλαγής: «Μόλις αρχίσει να διαγράφεται μία τέτοια κατάσταση η Ρωσία θα τεθεί υπό πίεση και θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει συμμάχους. Αν δεν βρει, τότε θα υποχρεωθεί να κάμει παραχωρήσεις προς την Κίνα ή και να συμπαραταχθεί μαζί της, οπότε θα δημιουργούνταν ένας πανίσχυρος συνασπισμός»11. Ο Κονδύλης εξηγεί ότι παρά τις διαφορετικές επιθυμίες των ΗΠΑ, η στενή συνεργασία της Ευρώπης με την Ρωσία, η Ευρασία αντί του Ευρωαντλαντισμού, θα αποδώσει στην Ευρώπη τις αναγκαίες πρώτες ύλες (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) και μία νέα δυναμική στην πολιτική της εξέλιξης:

«Μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσία οφείλει να προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. Ασφαλώς είναι δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή και με τον κατακερματισμό της Ρωσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία, όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσικά σύνορα, δεν μπορεί παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να σπρώξει τη γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας. Όποιος είναι έστω κι επιφανειακά εξοικειωμένος με τη ρωσική ιστορία, θα πρέπει να γνωρίζει ότι καμία entente cordiale με τη Ρωσία δεν είναι δυνατή, αν δεν της αναγνωρισθεί εξ υπαρχής το δικαίωμα να τηρεί την τάξη στην Καυκασία, στην κεντρική Ασία και σε ολόκληρο τον σιβηρικό χώρο. Η Ευρώπη δεν θα είχε να χάσει τίποτε, αν η Ρωσία επιτελούσε με επιτυχία το έργο αυτό, αντίθετο μάλιστα. Και δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσικής ηγεμονίας πάνω σε μία πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά με ενιαίο τρόπο. Μία τέτοια Ευρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ρωσία, ενώ η Ρωσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μία τέτοια Ευρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μίας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης της Ευρασίας θα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και οι αντίστοιχοι φόβοι των λαών της.

Ώστε η μεγάλη πλανητική και κοσμοϊστορική δυνατότητα μίας Ενωμένης Ευρώπης θα ήταν η Ευρασία. Κατ’ αρχήν βέβαια υπό την απτή έννοια της διασφάλισης ενεργειακών πηγών και απαραίτητων πρώτων υλών σε εποχή όπου εδώ διαφαίνεται στενότητα και οξύνονται οι συναφείς ανταγωνισμοί. Αλλά επιπλέον και υπό την έννοια μίας αποστολής, η οποία διευρύνει τους ορίζοντες και κινητοποιεί δυνάμεις».12

Δεικτικά αναφέρεται ο Κονδύλης στις βαρβαρότητες (σφαγές 100.000 Ιρακινών στρατιωτών) που διέπραξαν οι ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου: «Βεβαίως, τα κατά άλλα λαλίστατα δυτικά τηλεοπτικά δίκτυα ουσιαστικά την αποσιώπησαν, και αν η ιστορία γραφτεί με βάση τα δεδομένα τους, τότε ο πόλεμος του Κόλπου θα περάσει στη μνήμη των επιγεγνομένων ως εκείνος που, χάρη στην υπερσύγχρονη τεχνολογία δεν στοίχισε παραπάνω από 200 περίπου ανθρώπινες ζωές».13

Για τον νεοελληνισμό ο Κονδύλης επισημαίνει την προϊούσα δημογραφική συρρίκνωση, τον οικονομικό παρασιτισμό, την τάση να καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει, την αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού. Επικεντρώνεται όμως σε δύο σημεία:

Α) «ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλ. της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από τις ανόρεκτες μάχες οπισθοφυλακής που δίνονται για το κυπριακό –ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη» γιατί προς αυτήν ωθεί μία μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση».14

Β) «Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα –καλώς ή κακώς– θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρεία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολιτισμός πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους».15
Η παθολογία του νεοελληνικού κράτους και της κοινωνίας έχει ως συνέπεια να αναζητεί προστάτες είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στις ΗΠΑ. Η σχέση αυτή ειδικά ως προς τις ΗΠΑ είναι ετεροβαρής και μονοσήμαντη. Η Ελλάδα παρέχει στις ΗΠΑ ότι αυτές επιθυμούν (στρατιωτικές διευκολύνσεις, βάσεις) και εισπράττει πιέσεις για συνεχείς υποχωρήσεις σε όλα τα εθνικά θέματα προσβλητικές δηλώσεις σε σχέση με την FYROM, ανακίνηση ανύπαρκτων μειονοτικών ζητημάτων πυροδότηση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, που μπορεί στο άμεσο μέλλον να δημιουργήσει σοβαρότατα διακρατικά προβλήματα. Ειδικά ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. οι ΗΠΑ μαζί με την Μ. Βρετανία είναι οι θερμότεροι υποστηριχτές της, παραβλέποντας το γεγονός –η και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος– ότι η πιθανή ένταξη της Τουρκίας μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Φυσικά οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες δεν έχουν δείξει το απαραίτητο σθένος για να αντισταθούν στις ατλαντικές πιέσεις. Αντίθετα κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία είναι από τους θερμότερους πρεσβευτές της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας. Πιθανολογείται ότι ο ενδεχόμενος εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας θα μειώσει αναγκαστικά την ένταση στην περιοχή, οδηγώντας στην ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Όμως όπως έχει δείξει ο Κονδύλης ο εξευρωπαϊσμός ή ο εκδημοκρατισμός ενός κράτους δεν το καθιστά αναγκαία ειρηνόφιλο. Αντίθετα τα ευρωπαϊκά κράτη όταν είχαν την ισχύ και αποικιακές εκστρατείες διεξήγαγαν και σε αιματηρούς πολέμους ενεπλάκησαν.16 Η αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ειρήνης. Αν δε το νεοελληνικό κράτος δεν μπορεί να την επιτύχει από μόνο του, θα πρέπει να την επιτύχει με την συνεργασία άλλων κρατών.

Όπως σημείωνε ο Π. Κονδύλης ο πόλεμος με την Τουρκία, με την παρούσα κατάσταση είναι καταστροφή, ενώ η ειρήνη είναι υποταγή. Είναι δε προφανές ότι σταδιακά το νεοελληνικό κράτος καθίσταται διεθνώς ανυπόληπτο , πολλαπλώς κηδεμονευόμενο και ως προς την Τουρκία σε κατάσταση περιορισμένης κυριαρχίας. Ο Π. Κονδύλης ισχυριζόταν ότι η Ελλάδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αναπόσπαστο μέρος, αλλά διαπραγματεύσιμη επαρχία, ώστε ότι δεν μπορεί να δώσει η ίδια στην Τουρκία, πιέζει την Ελλάδα να το παραχωρήσει. Βέβαια οι ελληνικές πολιτικές ελίτ όπως αποδεικνύεται δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να πιεστούν από την Ε.Ε. ή τις ΗΠΑ, διότι συνήθως ενθουσιωδώς μπορούν να δώσουν ότι τους ζητηθεί σε σχέση με την Τουρκία. Η προϊούσα υποχωρητικότητα «θα αμείβεται με αμερικάνικους και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός».17 Παράλληλα αναπτύσσεται ένας νεοφαναριωτισμός, όπου με την κάλυψη της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ή ενός πτωχοπροδρομικού μεγαλοιδεατισμού Έλληνες επιχειρηματίες χρηματοδοτούν την τουρκική οικονομία υπό αμερικάνικη βέβαια έμπνευση. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται μία προσπάθεια να αναστραφεί η φύρα των επενδύσεων από άλλες βαλκανικές ή μεσαιο-ευρωπαϊκές χώρες. Είναι αξιοσημείωτο ότι Έλληνες αστοί πολλές φορές απέκλιναν από την φιλοδυτική πολιτική του νεοελληνικού κράτους. Παλαιότερα κερδίζοντας από επενδύσεις σε αραβικά κράτη, τώρα από επιχειρήσεις στα Βαλκάνια καις στην Κίνα, ενώ οι εφοπλιστές γνωρίζουν μία χρυσή εποχή χάρις στην ανάπτυξη της Κίνας. Πόσο μπορούν να επηρεάσουν την ελληνική εξωτερική πολιτική; Από ότι φαίνεται η επιρροή του ξένου παράγοντα είναι διαχρονικά τόσο καταλυτική, ώστε οι Έλληνες αστοί δεν μπορούν να διαμορφώσουν μία δική τους πολιτική που σε αυτή την περίπτωση μπορεί να συμφέρει και τον υπόλοιπο ελληνισμό αλλά ωθείται σε επενδύσεις στην Τουρκία που μπορεί να έχουν βραχυπρόθεσμο όφελος, αλλά θα είναι ιδιαίτερα επισφαλείς μακροπρόθεσμα για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους , ενώ θα εμβαθύνουν περισσότερο την σχέση εξάρτησης από τον νέο-οθωμανισμό.

Ο Κονδύλης παρότι θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί άμεσα να εγκαταλείψει τις υφιστάμενες –«συμμαχίες»- οι οποίες δεν είναι ωφέλιμες αλλά αναγκαστικές, συμπεραίνει ότι η ενίσχυση του γεωπολιτικού βάρους της Ρωσίας είναι ο μοναδικός τρόπος για να περιοριστεί η τουρκική επιθετικότητα: «Μονάχα μία ισχυρή εθνικιστική και επεκτατική Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει δραστικό φραγμό των τουρκικών φιλοδοξιών στα Βαλκάνια (όπου θα αναζωπυρώνονταν οι παλαιοί ρωσικοί δεσμοί με τη Σερβία και τη Βουλγαρία) και στην Ανατολή (όπου επίσης θα ενεργοποιούνταν ο παλαιός αντιτουρκικός άξονας Ρωσία και Ιράν).18

Στις ημέρες μας η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας συνοδεύεται με την ανασυγκρότηση και την επιστροφή της Ρωσίας στην διεθνή σκηνή. Χάρις στους πετραιαλαγωγούς μπορεί να ενισχύσει αμφίδρομα την συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ οδηγείται σε αδιέξοδο. Οι σουνίτες βρίσκονται σε συνεχή ανταρσία, οι σιίτες μοιραία θα κατευθυνθούν προς τους ομόθρησκους τους στο Ιράν, ενώ οι Κούρδοι θα είναι οι μοναδικοί τους σύμμαχοι. Η φιλία όμως με τους τελευταίους δημιουργεί ευρύτερες ανησυχίες όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στο Ιράν και στη Συρία για την μελλοντική πιθανότητα νέων χωριστικών κινημάτων. Έτσι αφενός ή Τουρκία θα καταφεύγει στις ΗΠΑ για να εξισορροπήσει την ρωσική ισχύ, αφετέρου θα απομακρύνεται από αυτές λόγω του Κουρδικού. Έτσι στο άμεσο μέλλον και οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα βρεθούν αντιμέτωποι με σημαντικά διλήμματα.

Η Ελλάδα αν μπορούσε να ανασυγκροτηθεί πολιτικά και οικονομικά, θα ενίσχυε την γεωπολιτική της σημασία, χάρις στους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αν δε η Ευρώπη ακολουθούσε νέα ευρασιατική στρατηγική θα μπορούσε να είναι πολλαπλά ωφελημένη. Σε αυτή την περίπτωση οι ΗΠΑ θα έχουν ηττηθεί πολιτικά και θα έπρεπε για το συμφέρον τους να εγκαταλείψουν τις πολυδάπανες ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και να ασχοληθούν με τα σημαντικά εσωτερικά οικονομικά τους προβλήματα. Άλλωστε η ήττα αυτή θα είναι η συνέχεια μίας μεγάλης ήττας που ήδη γνωρίζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική.

Ο Π. Κονδύλης παραμένει επίκαιρος και η σκέψη του ένα μεγάλο όπλο για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στον 21ο αιώνα. Δυστυχώς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αντί να συμβουλεύεται το έργο του διαλέγεται με το ΕΛΙΑΜΕΠ. Απέναντι στην οχληρή πραγματικότητα της Ευρώπης προτεκτοράτο των ΗΠΑ, και της θεωρητικοποίησής της από τον «ευρωαντλαντισμό», ο Π. Κονδύλης προτείνει την Ευρασία, την στενή συνεργασία Ευρώπης και Ρωσίας. Ενώ μπροστά στην προοπτική μετατροπής της Ελλάδας σε δορυφόρο της Τουρκίας εισηγείται την επείγουσα ανασυγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, την παραγωγική μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας, την άμεση απαλλαγή από το αποτυχημένο πολιτικό προσωπικό και την επανεξέταση της πολιτικής των συμμαχιών.

ΠΗΓΕΣ
1. Παν. Κονδύλης: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000» Εκδ. Θεμέλιο. Αθήνα 1998 σελ.10.

2. Παν. Κονδύλης: «Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα». Εκδ. Νεφέλη Αθήνα 1998, σελ.136,137

3. Όπως προηγούμενη σελ. 138

4. Όπως προηγούμενη σελ. 140

5. Π. Κονδύλης: «Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000». Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 8

6. Όπως προηγούμενα σελ. 10

7. Π. Κονδύλης «Θεωρία του Πολέμου». Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ.366.

8. Όπως προηγούμενα σελ.373

9. Π. Κονδύλης «Από 20ο στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000». Εκδ. Θεμέλιο σελ. 130,131

10. Όπως προηγούμενα σελ.116

11. Όπως προηγούμενα σελ. 117

12. Όπως προηγούμενα σελ. 117, 118

13. Π. Κονδύλης «Θεωρία του πολέμου». Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ.366.

14. Π. Κονδύλης: «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο». Εκδ. Θεμέλιο 1992, σελ. 158.

15. Όπως προηγούμενα σελ. 175, 176

16. Ο Π. Κονδύλης στην Θεωρία του Πολέμου (σελ.405) γράφει: «Η ιστορία δείχνει ότι οι δημοκρατίες μπορεί να είναι εξ ίσου επεκτατικές και αξιόμαχες όσο και οι τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία συγκροτήθηκε ακριβώς παράλληλα με την εδραίωση και την εμβάθυνση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη μητρόπολη. Και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βρίσκεται σήμερα στην αποκορύφωση της παγκόσμιας ισχύος του κραδαίνοντας το λάβαρο της πανανθρώπινης δημοκρατίας και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

17. Όπως προηγούμενα σελ. 410.

18. Όπως προηγούμενα σελ. 392.

πηγή: http://koutroulis-spyros.blogspot.com/ 

Η έμμεση σύγκρουση Ρωσίας και ΗΠΑ στον Ευρασιατικό χώρο, Φώτιος Μεταλληνός, Αντιστράτηγος ε.α.


Το προέχον σήμερα μακρο-στρατηγικό στοιχείο, που θα διαμορφώσει τον πολιτικό και ενεργειακό ορίζοντα στον «ευρασιατικό χώρο» είναι η έκβαση της έμμεσης σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας που εξελίσσεται στο χώρο αυτό. Ο όρος «Ευρασία» στη ρωσική πολιτική συνείδηση περιλαμβάνει το χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που σήμερα -με εξαίρεση τα βαλτικά κράτη- συναπαρτίζουν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Ιδιαίτερα ο όρος επικεν¬τρώ¬νε¬ται πολιτικά στον καυκάσιο και κεντροασιατικό χώρο των ζωτικών συμφερόντων της Ρωσίας, που η ίδια χαρακτηρίζει σαν «εγγύς εξωτερικό» της.

Πρόκειται για τον ενεργειακό χώρο που περικλύει τα σημαντικό¬τερα (μετά τη Μ. Ανατολή και τη Ρωσία) αποθέματα πετρελαίου και αερίου, μαζί με τα συστήματα άντλησης και αγωγών και τις θαλάσσιες οδούς διακίνησης μέσω Κασπίας και Μαύρης Θάλασσας. Ένα χώρο που αναπόφευκτα επικεντρώνει το οικονομικό και γεωστρατηγικό ενδιαφέρον των βιομηχανικών δυνάμεων, όπως των ΗΠΑ και της Ε.Ε., της Κίνας, Ιαπωνίας και Ινδίας∙ πρώτιστα της ρωσικής ομοσπονδίας που τον θεωρεί φυσική ζώνη αποκλειστικής επιρροής της. Στον αντίποδα της ρωσικής άποψης βρίσκεται αυτή των ΗΠΑ, οι οποίες εντάσσουν τον «εγγύς» ευρασιατικό χώρο μέσα στο «μείζονα ευρασιατικό χώρο. Ένα χώρο που περιλαμβάνει τους κύριους εδαφικούς, ενεργειακούς, συγκοινωνιακούς, δημογραφικούς, τους όποιους κατονομαζό¬μενους τρομοκρατικούς παράγοντες∙ κύρια περιλαμβάνει τους κρατικούς εκείνους κυριαρχικούς παράγοντες, που καθιστούν το χώρο αυτό επίκεντρο ανταγωνιστικής επιρροής και κυριαρχικών συγκρούσεων.

 Πρόκειται για συγκρούσεις, που ενόψει του παράγοντα της ενεργειακής ασφάλειας, αποκτούν τη βαρύτητα μιας «παγκομιοποιημένης ενέργειας», που επηρεάζει άμεσα τη λειτουργία παραγωγής και διανομής ενέργειας, και ως εκ τούτου αφορά το σύνολο των βιομηχανικών και πετρελαιο-παραγω¬γι¬κών δυνάμεων. Αυτή η αμερικανική άποψη περί ευρασιατικού χώρου, που εντάσσεται στο πλαίσιο της παγκοσμιο¬ποίησης των αγορών, αμφισβητεί άμεσα την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ρωσίας στον εγγύς ευρασιατικό χώρο της. Νομιμοποιεί ακόμη τις οπουδήποτε αμερικανικές επεμβάσεις στο πλαίσιο της ασφάλειας και ελέγχου των πηγών και οδεύσεων της ενέργειας, -του κατ’ εξοχήν αυτού παράγοντα εθνικής ισχύος. Γνώμονα των αμερικανικών επεμβάσεων στον ευρασιατικό χώρο αποτελεί η «στρατηγική πράξη για το δρόμο του Μεταξιού», του Νοεμβρίου 1999, με την οποία οι ΗΠΑ στοχεύουν στην πολιτική, οικονομική και αμυντική (Νατοϊκή) χειραγώγηση του υπόψη ενεργειακού χώρου.

 Είμαστε θεατές μιας μακρόχρονης ευρωατλαντικής πίεσης απέναντι στο ρωσικό παράγοντα, που εκδηλώνεται με την παράλληλη διεύρυνση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Που εκδηλώνεται ιδιαίτερα με την πολιτικο-στρατιωτική (Νατοϊκή) διείσδυση των ΗΠΑ στον καυκάσιο και κεντροασιατικό ενεργειακό χώρο, σε μια προσπάθεια πολιτικής και ενεργειακής άλωσης του χώρου και αμφισβή¬τησης της αποκλειστικότητας της ρωσικής επιρροής. Βρισκόμαστε σήμερα στην αποφασιστική φάση της μακρόπνοης αμερικανικής στρατηγικής, που αποβλέπει στην παρεμπόδιση της Ρωσίας να αναδειχθεί εκ νέου σε μεγάλη δύναμη, αντίπαλο των ΗΠΑ.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια έμμεση σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στον ενεργειακό ευρασιατικό χώρο. Που υποθάλπει άμεσα τις φυγόκεντρες τάσεις των οικείων χωρών, - πρώτιστα της Ουκρανίας, Γεωργίας και Καζακστάν. Που ενθαρρύνει την πολιτική τους αντιπαλότητα απέναντι στη Ρωσία, την πολιτική αστάθεια στο χώρο και τη χαλαρότητα των διακρατικών θεσμών στο χώρο της Κοινοπολιτείας. Οι πρώτες προσπάθειες της Νατοϊκής διεύρυνσης στο χώρο του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, αρχής γενομένης από την Πολωνία, συνάντησαν την ακραία πολιτική αντίδραση της Ρωσίας, η οποία απείλησε την πυρηνική επαναστόχευση των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ανάλογα και η ένταξη των βαλτικών χωρών. Ανφερόμαστε στη δεκαετία του ‘90, όπου η ρωσική δύναμη αντιμετωπίζει το πολλαπλό «σοκ» μιας πολιτικής, οικονομικής, αμυντικής, κοινωνικής και ιδεολογικής μεταλλαγής, επαφιέμενη (στηριζόμενη) στην πολιτική και οικονομική εγγύηση της Δύσης.

Η οποία Δύση αντιμετωπίζει με δέος το ενδεχόμενο μιας πανευρωπαϊκής αναστάτωσης, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Πρόκειται για την περίοδο της Νατοϊκής παντοδυναμίας, σαν μοναδικής εγγυήτριας δύναμης της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Που η Ρωσία επιχειρεί να περάσει το διαχωριστικό ποτάμι της Ευρώπης, προς τον υποσχόμενο χώρο της δημοκρατίας, της ελεύθερης οικονομίας και ανθρώπινων ελευθεριών. Με τα εύσημα της διαδόχου της Σοβιετικής Ένωσης και το πολιτικό κύρος μιας ισότιμης δύναμης μέσα στον υποσχόμενο χώρο της πανευρωπαϊκής Ύφεσης. Το χώρο του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη και λοιπών Νατογενών οργανισμών που επικεντρώνουν τις προσπάθειες μιας ολικής ενσωμάτωσης του ευρωπαϊκού χώρου.

Η προοπτική των ανοιχτών ευρωπαϊκών αγορών στη ρωσική ενέργεια και αμυντική παραγωγή, η προοπτική ακόμη της ρωσικής συνεργασίας με το ΝΑΤΟ πάνω στα κρίσιμα θέματα της πανευρωπαϊκής ασφάλειας, στο πλαίσιο του θεσμού της Νατο-Ρωσικής Επιτροπής (ΝΑΤΟ -Russia Council), ενθαρρύνει τις ρωσικές προσδοκίες. Από την άλλη πλευρά ο Νατοϊκός οργανισμός, στη ρύμη του προς Ανατολάς, θα παρα¬κάμψει το ρόλο των Ηνωμένων Εθνών, και το ίδιο το καταστατικό του περί ειρηνικής διευθέτησης των διακρατικών προβλημάτων και διαφορών. Το αποκαλούμενο δόγμα Κλίντον «περί υπεροχής των ανθρώπινων ελευθεριών έναντι της εθνικής κυριαρχίας», νομιμοποιεί τις οπουδήποτε επιλεκτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, στο όνομα των ανθρώπινων ελευθεριών.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αδέξιο υποκατάστατο του δόγματος Τρούμαν στην υπηρεσία της αμερικανικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο του δόγματος Κλίντον ο βαλκανικός χώρος ισοπεδώνεται στρατιωτικά από το ΝΑΤΟ για μια πολιτική αναδόμηση στα μέτρα των αμερικανικών σχεδιασμών. Με μια πλήρη αγνόηση της ρωσικής πολιτικής άποψης, το φιλορωσικό έρεισμα της Γιουγκοσλαβίας διαμελίζεται και η πολιτική αίγλη της Ρωσίας τραυματίζεται. Με την αγνόηση ακόμη της γερμανικής άποψης ότι: «Μόνο μαζί με τη Ρωσία μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή ασφάλεια και όχι χωρίς αυτή». (Υπουργός εξωτερικών Κλάους Κίνκελ, 1997) Η Νατοϊκή επέμβαση στη Βαλκανική θα φέρει εγγύτερα τη ρωσική πολιτική με αυτή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων Γαλλίας και Γερμανίας, χωρίς να παραβλάψει τις ρωσικές ισορροπίες με τις ΗΠΑ.

 Η ρωσική ηγεσία συνειδητοποιεί την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της εξωτερικής πολιτικής σε μια λιγότερο ευρωκεντρική και περισσότερο ρωσοκεντρική βάση, ώστε να εξασφαλίζει τα ζωτικά της ενδιαφέροντα και το ρόλο της αποκλειστικής ρυθμιστικής δύναμης στον άμεσο χώρο της. Η ανάγκη αυτή επέβαλε στον πρόεδρο Γέλτσιν την αντικατάσταση του φιλ¬ελεύθερου υπουργού εξωτερικών Andrei Kozirev με το ρεαλιστή Evgeni Prim¬akov, διεθυντή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Η παράλληλη πολιτική θητεία των προέδρων Μπους και Πούτιν θα οριοθετήσει το μέλλον των Ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Από το έτος 2000, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις Ρωσο-αμερικανικές σχέσεις. Οι ΗΠΑ, κατά τη διατύπωση Μπους, φιλοδοξούν «να διαμορφώσουν τον κόσμο, αντί να διαμορφωθεί αφ’ εαυτού∙ να επηρεάσουν τα γεγονότα, αντί να αφεθούν στο έλεος των γεγονότων» (Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας 2006). Μια άποψη που απηχεί στο ακέραιο την αμερικανική πρακτική στο Μεσανατολικό, τον Ευρωπαϊκό, το Βαλκανικό και Ευρασατικό χώρο.

 Η πολιτική του προέδρου Πούτιν στοχεύει στο να ξαναδώσει στη Ρωσία την πολλαπλώς δοκιμασθείσα πολιτική αίγλη της στα μέτρα μιας υπολογίσιμης δύναμης. Η μεγάλη στροφή του προέδρου Πούτιν συνίσταται στην αποστασιοποίηση της ρωσικής πολιτικής από τη βέβαιη μοίρα του Ιράν και Ιράκ και την αναθέρμανση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η αμερικανική διοίκηση από την πλευρά της κατέστησε σαφές ότι η ρωσική πλευρά έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της οικονομικής υποστήριξης των ΗΠΑ και των πολιτικών σχέσεων με το Ιράν και το ιρακινό καθεστώς του Σαντάμ. Ο πρόεδρος Πούτιν, αποφασισμένος να απέχει από κάθε ανώφελη δοκιμασία της ρωσικής πολιτικής, εστιάζει την πολιτική του στην οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας. Η περίσωση και εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της χώρας υπό τον άμεσο κρατικό έλεγχο, και η κατάκτηση των ευρωπαϊκών και ασιατικών αγορών αποτελούν βασικό του μέλημα.

Η άλλη προσπάθεια κατευθύνεται στην αύξηση της πολιτικής, οικονομικής και αμυντικής συνοχής μέσα στο χώρο της Κοινοιπολιτείας, στο πλαίσιο των ενεργειακών επενδύσεων και των συλλογικών οργανισμών πολιτικής, οικονομικής, αμυντικής, ιδιαίτερα ενεργειακής συνεργασίας. Το πλήγμα της 11/9 θα φέρει τη Ρωσία στο πλευρό των ΗΠΑ, στον κοινό αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 έφερε εκ νέου τη Ρωσία στην τράπεζα του «αντιπολεμικού» ευρωπαϊκού πυρήνα, μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Παρά τις εισηγήσεις των Ρώσων στρατηγιστών για τη σύμπηξη πολιτικής τρόικας με τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις, ο Πούτιν εμμένει στις αδιατάρακτες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Παράλληλα καλλιεργεί τις σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία, Ιαπωνία, Ιράν και Ιράκ και τον παραδοσιακά φιλικό χώρο στη Νότια Αμερική και την Κούβα. (Πολιτική Πούτιν 2000).

Ο αντίλογος της αμερικανικής πλευράς, σε μια πάγια προσπάθεια παρεμπόδισης της Ρωσίας να καταξιωθεί σε μεγάλη ενεργειακή και πολιτική δύναμη, συνίσταται στην εργώδη προσπάθεια αποτροπής της ενεργειακής «εισβολής» της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή αγορά: 1/ Με την αμφισβήτηση της ενεργειακής αξιοπιστίας της Ρωσίας, 2/ με τη δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος αγωγών προς τις ευρωπαϊκές χώρες και 3/ με την πολιτική μεθόδευση ενός οιονεί «ενεργειακού ΝΑΤΟ» με ενιαία ενεργειακή πολιτική στον ευρωπαϊκό χώρο. Το άλλο μέτωπο της αμερικανικής αντιπαλότητας είναι το Νατοϊκό, που σήμερα εξελίσσεται προ και εντός των ευρασιατικών πυλών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η στρατιωτική κρίση στη Γεωργία της 8-8-08 ήταν το επερχόμενο γεγονός μέσα από την πάγια στρατηγική των ΗΠΑ για μια στρατιωτική επικάθιση στον Κασπιανό ενεργειακό χώρο, κατά τα πρότυπα του Μεσανατολικού χώρου. Το έσχατο όριο της Ρωσικής ασφάλειας έχει πολλαπλώς παραβιαστεί.

Η στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας ήταν και αναμενόμενη και αναπότρεπτη. Η όλη επιθετική Νατοϊκή πρακτική απέναντι στο ρωσικό παράγοντα, σε συνδυασμό με την εγειρόμενη αντιπυραυλική ασπίδα προ των πυλών της ρωσικής Κοινοπολιτείας, ανέδειξε το Νατοϊκό οργανισμό στην υπ’ αριθμό 1 απειλή στη συνείδηση της ρωσικής ηγεσίας. Η Ρωσία συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να στηρίζεται εφεξής στις Ένοπλες Δυνάμεις της. Η όποια συνεργασία με το ΝΑΤΟ νοείται μόνο στο ευρύτερο πλαίσιο της ενεργειακής ασφάλειας απέναντι στην τρομοκρατική απειλή, στον περιορισμό της διάδοσης των πυρηνικών και στις επιχειρήσεις επιβολής της ειρήνης. Και νοείται με την ιδιότητα μιας ανεξάρτητης δύναμης, επιχειρησιακά συμβατής με τις Νατοϊκές δυνάμεις, και με απόλυτη την ευθύνη στον άμεσο γεωπολιτικό χώρο της.

 Η Ρωσία φέρεται αποφασισμένη να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την ακεραιότητα της Κοινοπολιτειακής οντότητας, που συμποσώνει όλα τα εχέγγυα της ρωσικής ισχύος και ασφάλειας, αποκλείοντας έτσι την υποβάθμισή της σε μια «ευρωπαϊκή» δύναμη δευτέρας κατηγορίας. Πρόκειται για μια επιλογή που εκχωρεί τις προτεραιότητες στο στρατιωτικό παράγοντα, ειδικά σε ό,τι αφορά τις εσωτερικές επιπλοκές στο χώρο της Κοινοπολιτείας. Που διαφυλάσσει παράλληλα τις πολιτικές και στρατηγικές προτεραιότητες απέναντι στο διατλαντικό παράγοντα. Η Ρωσία δε παύει να αποτελεί μια στρατιωτική δύναμη πρώτης γραμμής, ισότιμη με αυτή των ΗΠΑ και της Νατοϊκής Ευρώπης, που μέλει να επωμιστεί το ανάλογο βάρος της διατλαντικής ασφάλειας. Αναφερόμαστε πλέον σε μια Ρωσία που, μέσα σε ένα πνεύμα πολιτικής ενότητας και εμπιστοσύνης του κοινωνικού σώματος στο πρόσωπο του προέδρου Πούτιν (και ήδη του προέδρου Μεντβέντεφ), πέτυχε την οικονομική της ανόρθωση και ανακτά διαρκώς τις πολιτικές και αμυντικές της δυνάμεις στα μέτρα της μεγάλης δύναμης.

Που εκσυγχρονίζει τις αμυντικές της δυνάμεις, στο συμβατό, το πυρηνικό και διαστημικό επίπεδο. Που προσαρμόζει την άμυνά της στα μέτρα των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων του ευρύτερου γεωστρατηγικού περιβάλλοντος και της πάγιας προοπτικής μιας από κοινού δράσης με τον αμερικανικό παράγοντα στον τομέα της πανευρωπαϊκής ασφάλειας. Επίλογος Η έμμεση σύγκρουση της Ρωσίας και των ΗΠΑ στον «εγγύς» ευρασιατικό χώρο μέλλει να συνεχιστεί αμείωτη μέσα από μια πολιτικο-στρατιωτική διαλεκτική στο τακτικό και στρατηγικό πεδίο. Δεν πρόκειται απλώς για μια οικονομική σύγκρουση στη βάση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς∙ πρόκειται για μια καθολική σύγκρουση με έντονο το γεωστρατηγικό στοιχείο και τελικό σκοπό την κυριαρχική επικράτηση των ΗΠΑ μέσα στο διανοιγόμενο ενεργειακό «δρόμο του μεταξιού», για μια ανεξάρτητη (εκτός ρωσικού χώρου) ενεργειακή επικοινωνία με το ευρωπαϊκό, αμερικανικό και ασιατικό χώρο, σε πλαίσιο πολιτικής χειραγώγησης του ευρασιατικού ισλαμικού χώρου.

Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής το κυριαρχικό status της Κριμαίας δυνατόν να τεθεί επί τάπητος. Ο κίνδυνος μιας άμεσης αντιπαράθεσης Ρωσίας και ΗΠΑ είναι εκ των πραγμάτων αδιανόητος. Πρόκειται για τις δύο συγκροτημένες στρατιωτικές δυνάμεις του διατλαντικού χώρου, (με την Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσωπούμενη στο Νατοϊκό πλαίσιο), απέναντι στις εγγενείς απειλές του μείζονος ευρασιατικού χώρου∙ γεγονός που σημαίνει πρακτικά την οριστική «συνάντηση» σε ένα modus vivendi της διατλαντικής Ευρώπης με τον ευρασιατικό παράγοντα της Ρωσίας. Μιας Ρωσίας που δεν χωράει πολιτικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε και αποκλίνει στην ασιατική πλευρά. Που εξελίσσεται σε μια διακριτή ευρασιατική δύναμη, με διακριτή πολιτική και αμυντική άποψη, τελικά σε ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ της διατλαντικής Ευρώπης και της Κίνας∙ - της επερχόμενης ασιατικής δύναμης.

πηγή: http://www.seetha.gr/ 

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Η Ανατολή και η βραδεία Δύση της Αμερικής, Βασιλείου Μαρκεζίνη, Ακαδημαϊκού


Στα μαθήματά μου Ιστορίας του Δικαίου στις ΗΠΑ, πάντοτε λέω στους φοιτητές μου ότι η εξέλειξη του Δικαίου ακολούθησε την πορεία του Ήλιου –από την Ανατολή προς τη Δύση–, ιχνηλατώντας τη διαδρομή των πολιτισμών: Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Δυτικοευρωπαίοι, Άγγλοι – μέχρι τη στιγμή που οι Αμερικανοί κατέστησαν τη χώρα τους επίκεντρο της παγκόσμιας επιχειρηματικής και χρηματοοικονομικής δραστηριότητας.

Το Δίκαιο, λοιπόν, ακολουθεί το χρήμα, το χρήμα ενθαρρύνει την εφευρετικότητα, η τεχνολογική πρόοδος ενισχύει τη δύναμη, και η τελευταία, με την σείρα της, στηρίζει την καλλιτεχνική δημιουργία. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι η μεσημβρία σηματοδοτεί επίσης την απαρχή της δύσης∙ και η δύση της Αμερικής επισπεύδεται σήμερα τόσο από το διαρκώς διογκούμενο δημόσιο χρέος της (για το οποίο δεν λαμβάνει ακόμη τα δέοντα μέτρα) όσο και από τις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει από την Ανατολή. Με άλλα λόγια, και για να επεκτείνω τη μεταφορά μου, μια νέα ημέρα έχει αρχίσει να χαράζει, και, όπως είναι εύλογο, αυτό συμβαίνει στην Ανατολή.

Οι μεσανατολικές και απωανατολικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αμερική πολλαπλασιάζονται ταχύτατα. Η διάλυση του δικτύου των αυταρχικών συμμάχων στη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή προκλήθηκε από διάφορους παράγοντες, για πολλούς από τους οποίους ευθύνεται άμεσα η Αμερική. Και εξηγούμαι.

Πρώτον: Η φαρισαϊκή στάση της Αμερικής απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα την έκανε να παραβλέπει τις κατάφωρες παραβιάσεις που διέπρατταν κάποιοι από τους «δορυφόρους» και τους συμμάχους της, αλλά την ενοχλούσαν εντονότατα όταν διαπράττονταν από αντιπάλους της.

Δεύτερον: Είναι πλέον διαβόητες οι αποτυχίες των πολλαπλών και εσωτερικά διχασμένων μυστικών υπηρεσιών της. Ειδικότερα, καμία από αυτές τις υπηρεσίες δεν μπόρεσε να προβλέψει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την εισβολή στο Κουβέιτ, την 11η Σεπτεμβρίου και, πολύ πρόσφατα, την πτώση του αιγυπτιακού καθεστώτος, έναν μόλις μήνα έπειτα από μία ακόμη απρόβλεπτη κατάρρευση του καθεστώτος της Τυνησίας.

Τρίτον: Όταν η Αμερική αποφάσισε εντέλει να αντιδράσει στην πρόσφατη κρίση, την είδαμε απλώς να υιοθετεί την στάση της μια στάση διγλωσσίας και αμφισημίας. Ας το σκεφτούμε: η Αμερική πήρε άραγε το μέρος του λαού ή το μέρος των αυταρχικών ηγετών; Σε γενικές γραμμές, έχω την αίσθηση ότι η Αμερική επαναλαμβάνει αναφορικά με την Αίγυπτο τα λάθη που είχε κάνει παλαιότερα με τον Σάχη: την εποχή εκείνη, υιοθετώντας αμφίσημη στάση απέναντι σε όλους, το μόνο που κατάφερε ήταν να δει το κύρος της να μειώνεται στα μάτια όλων: φίλων και εχθρών.

Τέταρτον: Η σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου της Αμερικής δεν επήλθε μόνον ως αποτέλεσμα της ανοχής που αυτή επέδειξε σε σειρά διεφθαρμένων καθεστώτων∙ συνδέεται επίσης άμεσα με την απροθυμία της να ασκήσει πιέσεις στο Ισραήλ προκειμένου να επιλύσει, προς κοινό συμφέρον, το Παλαιστινιακό Ζήτημα. Ποιος όμως θα τολμούσε έστω και να προειδοποιήσει τις δύο αυτές χώρες ότι, χωρίς άμεσο συμβιβασμό, θα πληγούν και οι δύο από έναν αναπόφευκτο σεισμό; Κατά κανόνα, οι άνθρωποι που προειδοποιούν είναι προφήτες. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι οι προφήτες ποτέ δεν εισακούονται. Και εξυπακούεται, ασφαλώς, ότι το μένος των επιθέσεων εναντίον των ανθρώπων που προειδοποιητικά συνιστούσαν την επίτευξη ενός συμβιβασμού προτού να είναι πάρα πολύ αργά για όλους αποκορυφώθηκε στα κείμενα και στις ομιλίες των διανοουμένων λακέδων της Αμερικής!

Πέμπτον: Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν θέλησε να αντλήσει κανένα δίδαγμα από τα αυτοκρατορικά μοντέλα της Ρώμης, του Βυζαντίου ή της Βρετανίας. Πράγματι, οι αυτοκρατορίες αυτές σπανίως παρενέβεναν στρατιωτικά για να διατηρήσουν τον έλεγχό τους στις επαρχίες τους, αλλά τις εξουσίαζαν μέσω μιας σειράς από τοπικούς διακανονισμούς χάρις στους οποίους τα κράτη (ή η περιφέριες) κρατούσαν την ισορροπία. Τα τελευταία χρόνια, τρεις πυλώνες τέτοιας Αμερικανικής εξισορρόπησης – Ισραήλ/Άραβες∙ Ιράκ/Ιράν∙ Πακιστάν/Ινδία – διαλύθηκαν εν πολλοίς λόγω του απροσχεδίαστου και παρορμητικού μιλιταρισμού της Αμερικής, ο οποίος, με διάφορους τρόπους, οδήγησε στη μείωση της κατά τόπους επιρροής και του γοήτρου της.

Έκτον: Ακόμη και στο ελληνοτουρκικό πλαίσιο, κάποιοι εφήμεροι –και, όπως πλέον αποδεικνύεται, «ημαρτημένοι»– υπολογισμοί ώθησαν την Αμερική να ρίξει όλο της το βάρος στην Τουρκία, υποσκάπτοντας έτσι τις σχέσεις της με την Ελλάδα και αντιμετωπίζοντας τώρα και έναν νέο εφιάλτη: την εύλογη αντιπαλότητα και καχυποψία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ.

Τέλος, η πιο σοβαρή αστοχία της Αμερικής αφορά τη ραγδαία άνοδο της Κίνας και της τεράστιας οικονομικής δύναμης της Νοτιοανατολικής Ασίας. Στο εξελισσόμενο αυτό πλαίσιο, η Αμερική επέδειξε τη συνήθη αλαζονεία της, συνδυάζοντάς τη με την προθυμία της να αρχίσει διενέξεις για μάχες που είχαν οριστικά χαθεί, όπως στην περίπτωση του Θιβέτ, ή να πιέσει τον αναδυόμενο γίγαντα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να ικανοποιήσει μικρή ομάδα φιλελεύθερων ακτιβιστών της. Στην πραγματικότητα, όμως, αδυνατούσε πλήρως να πείσει την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμά της, να επιβραδύνει την τεχνολογική πρόοδο της, γενικά να τη φέρει σε δύσκολη θέση μια και η χώρα αυτή είναι πλέον η βασική δανείστριά της αλλά και είναι και απαραίτητη για να κρατήσει τη Βόρεια Κορέα έστω και υπό υποτυπώδη «έλεγχο».

Καθένα από αυτά τα θέματα θα απαιτούσε μια ξεχωριστή, διεξοδική ανάλυση. Στην παραμικρή απόπειρα, όμως, να πείσει κανείς τους Έλληνες ότι εσφαλμένα εμπιστεύονται μόνο τις ΗΠΑ η Αμερικανική Πρεσβεία και εν Ελλάδι «φίλοι» θα σπεύσουν αμέσως να κατακλύσουν τα ΜΜΕ με την πλέον παρωχημένη προπαγάνδα.

Το 1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου ορθότατα ισχυρίστηκε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να ασκείται μόνον από τους Έλληνες, υπέρ των Ελλήνων, και χάρη ελληνικών συμφερόντων. Και αν ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος επέμενε το 1977 ότι η χώρα μας ανήκει στη Δύση το επιχείρημά του, εκείνη την εποχή, ήταν αρκετά πειστικό, έστω και αν έδειχνε έλλειψη διορατικότητας ως προς την αναφαινόμενη παγκόσμια σκηνή. Εντούτοις, διαβάζοντας τους σημερινούς «ατλαντιστές» να νεκρανασταίνουν αυτό το επιχείρημα μέσα από άρθρα στην αγαπημένη εφημερίδα τους, δεν μπορεί κανείς παρά να διαπιστώσει πόσο παρωχημένη και εξωπραγματική είναι σήμερα αυτή η σχολή σκέψης.

Διότι πώς μπορεί, σήμερα, ο οποιοσδήποτε σκεπτόμενος άνθρωπος να προβάλει παρόμοιες απόψεις, τη στιγμή που από τη Μέση Ανατολή λαμβάνουμε αδιάσειστες αποδείξεις ότι η Αμερική ούτε να σώσει μπορεί ούτε να προστατεύσει τους «συμμάχους» της και ότι, αντιθέτως, θα τους εγκαταλείψει όταν δει ότι οι πολίτες των κρατών τους τούς έχουν απορρίψει και έχουν μάλιστα εξεγερθεί εναντίον τους οπλισμένοι μόνο ... με κινητά τηλέφωνα; Πόσο σημαντική, λοιπόν, είναι η αξία της περίφημης αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας, η οποία, ενώ κοστίζει πανάκριβα στον Αμερικανό φορολογούμενο, αδυνατεί να προστατεύσει τους εκδιωκόμενους αυταρχικούς πρίγκιπες;

Η Ελλάδα πρέπει να αναλογιστεί πολύ σοβαρά τα όσα συμβαίνουν γύρω της, να σταματήσει επιτέλους να στρουθοκαμηλίζει διατεινόμενη ότι οι αναταραχές αυτές δεν την αγγίζουν – αμέσως ή εμμέσως - να αναζητήσει την βοήθεια πολλαπλών συμμαχιών έναντι του πλέον απαιτητικού γείτονα και να αναπροσανατολίσει την πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιοποιώντας τη στήριξη των νεοαποκτηθέντων συμμάχων, που η ιστορία τους –την οποία, αντίθετα με εμάς, οι ίδιοι ουδέποτε απαρνήθηκαν– τους έχει διδάξει ότι, στην κρίσιμη στιγμή, ο μόνος τρόπος για να επιβιώνουν είναι να παραμένουν διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους.

πηγή: http://www.antibaro.gr


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία , John Meyendorff

Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας,
Αθήνα 1994, σελ. 69-77, μτφρ. Στεφ. Ευθυμιάδης


Δεν είναι λίγες οι ευρωπαϊκές χώρες που υιοθέτησαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο και δέχτηκαν έτσι ως θεμέλιο της φιλολογικής και πνευμα- τικής τους πολιτιστικής παράδοσης ολόκληρη τη βυζαντινή λειτουργία μετα- φρασμένη στα σλαβικά, καθώς και την ιδέα μιας οικουμενικής Αυτοκρατορί- ας που μερίμνα για την ενότητα της Χριστιανοσύνης. Απ' όλες αυτές τις χώρες, μόνο η Ρωσία έμεινε απρόσβλητη από την τουρκική κατάκτηση. Από την ιστορική σκοπιά, επομένως, το πρόβλημα του «Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο» είναι διαφορετικό για τη Ρωσία σε σχέση με τα άλλα βαλκανικά κράτη (1).

Ο εκχριστιανισμός της πριγκίπισσας Όλγας (957), και αργότερα του εγγονού της Βλαδίμηρου (988-989), στάθηκε η απαρχή ώστε η «γη των Ρως », που εκτεινόταν από τα Καρπάθια όρη μέχρι τον Βόλγα και από το Νόβγκοροντ μέχρι τις στέπες που κατοικούνταν από τους Χαζάρους και τους Πετσενέγους, να γίνει μέρος της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας», χωρίς όμως και να καταστεί ποτέ τμήμα της Αυτοκρατορίας. Οι Ρώσοι πρίγκιπες αναγνώριζαν την οικουμενική και ηθική υπεροχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα της Ανατολής, όχι όμως και την πολιτική του ανωτερότητα.

Παρ' όλα αυτά, η Εκκλησία της Ρωσίας ήταν διοικητικά εξαρτημένη από το Βυζάντιο για αιώνες, από το 988 μέχρι το 1448. Ο μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας ήταν κατά κανόνα Έλληνας και διοριζόταν πάντοτε από την Κωνσταντινούπολη. Μόνο κατά την ύστερη περίοδο -δηλαδή τον 13ο και 14ο αιώνα- υπήρξε ομαλή εναλλαγή Ελλήνων και Ρώσων στην κεφαλή της Εκκλησίας· οι Ρώσοι υποψήφιοι όμως έπρεπε να ταξιδέψουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να ενθρονιστούν μητροπολίτες (2). Η Εκκλησία είχε μεγάλη αίγλη και επιρροή, επειδή αντιπροσώπευε το μόνο διοικητικό οικοδόμημα που υπερέβαινε τα όρια της χώρας. Πράγματι, η Ρωσία του Κιέβου ήταν διαμελισμένη σε εμπόλεμες ηγεμονίες. Αργότερα, μετά την ολέθρια κατάκτηση των Μογγόλων (1237-1240), οι νοτιοανατολικές ηγεμονίες έγιναν τμήμα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας με κέντρο το Πεκίνο, ενώ τα τμήματα που έγιναν αργότερα γνωστά ως Ουκρανία και Λευκορωσία περιήλθαν υπό λιθουανική και πολωνική κατοχή.

Η Σύνοδος της Φλωρεντίας και η άλωση του Βυζαντίου: Ο απόηχός τους στη Ρωσία

Η ισχνή Βυζαντινή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων (1261-1453) δεν ήταν από μόνη της ικανή να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Ρωσία, αλλά ασκούσε έμμεση επιρροή μέσω των διπλωματικών δεσμών που είχε με τους Μογγόλους χαγάνους (που ήταν εχθροί των Τούρκων) και μέσω της συμμαχίας της με τους Γενουάτες, που ήλεγχαν το εμπόριο με την ʼπω Ανατολή δια μέσου του Ευξείνου Πόντου. Ο «άξονας» Μογγόλων -Γενουατών-Βυζαντινών εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, τα διπλωματικά προνόμια που μέσω της Εκκλησίας παραχώρησε το Βυζάντιο στη μεγάλη ηγεμονία της Μόσχας, η οποία ξεκίνησε την πολιτική της άνοδο ως σύμμαχος των Μογγόλων. Οι θρησκευτικοί παράγοντες ωστόσο έπαιξαν κι αυτοί κάποιο ρόλο: οι δυτικές ηγεμονίες, που βρίσκονταν υπό πολωνική και λιθουανική κατοχή, ήταν περισσότερο επιρρεπείς στην πνευματική σαγήνη της λατινικής Χριστιανοσύνης. Γεγονός είναι ότι το 1386 Πολωνία και Λιθουανία, με τον πολυάριθμο ορθόδοξο πληθυσμό τους, ενώθηκαν υπό το στέμμα ενός ρωμαιοκαθολικού βασιλιά. Νωρίτερα όμως κι από αυτή τη χρονολογία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε θεωρήσει πως η Ορθοδοξία ήταν πιο ασφαλής υπό την εξουσία των Μογγόλων και είχε υποστηρίξει τη μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας από το Κίεβο στη Μόσχα.

Κατά παράδοξο τρόπο, ενώ η Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν ολοένα και περισσότερο, οι δεσμοί μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ρωσικού Μητροπολιτικού Θρόνου γίνονταν πιο στενοί. Αυτό οφειλόταν στη δραστηριότητα δυναμικών μητροπολιτών, όπως ο Κυπριανός (1375-1406), που ήταν Βούλγαρος και στενός φίλος και μαθητής του ησυχαστή πατριάρχη Φιλόθεου Κόκκινου, και ο Φώτιος (1408-1431), που ήταν Έλληνας από τη Μονεμβασία. Ο περίφημος κεντητός σάκκος του τελευταίου, μια επισκοπική δαλματική η οποία έφερε περίοπτες τις εικόνες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' και του Μεγάλου Πρίγκιπα Βασιλείου Α' της Μόσχας με τις συζύγους τους, αντιπροσωπεύει σαφώς το πολιτικό και θρησκευτικό πρόγραμμα το όποιο είχε αποστολή να εκπληρώσει ως μητροπολίτης: να εξασφαλίσει τη συνεχή παρουσία της Ρωσίας ως μέλους της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας (3).

 Η αποστολή αυτή αποσαφηνίζεται αρκετά καθαρά στη συχνά μνημονευόμενη επιστολή του πατριάρχη Αντωνίου στον Βασίλειο Α', που γράφτηκε το 1393, λίγα χρόνια πριν από το διορισμό του Φωτίου: ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είναι αυτοκράτορας «των Ρωμαίων, δηλαδή όλων των χριστιανών, γιατί για τους χριστιανούς δεν είναι δυνατό να έχουν Εκκλησία και να μην έχουν αυτοκράτορα». Αλλά όπως πρόσθεσε ο πατριάρχης: «Οι χριστιανοί απορρίπτουν μόνο τους αιρετικούς αυτοκράτορες, αυτούς που μαίνονταν κατά της Εκκλησίας και εισήγαν δόγματα διεφθαρμένα και ξένα προς τη διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων» (4).

Όταν πέθανε ο μητροπολίτης Φώτιος (1431), οι βυζαντινές αρχές ήταν σοβαρά απασχολημένες με την ετοιμασία μιας ενωτικής Συνόδου, που είχε σκοπό να εξασφαλίσει άμεση δυτική βοήθεια για την αντιμετώπιση της τουρκικής προέλασης. Για να εξασφαλίσει τη ρωσική υποστήριξη και δέσμευση, ένας καλά εκπαιδευμένος διπλωμάτης, ο Ισίδωρος, διορίστηκε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ενώ ο υποψήφιος του Μεγάλου Πρίγκιπα, ο επίσκοπος Ιωνάς του Ρυαζάν -που είχε κιόλας έρθει στην Κωνσταντινούπολη για να παραλάβει το διορισμό του- απορρίφθηκε μάλλον ταπεινωτικά (1437-1438). Η νομιμοφροσύνη της Ρωσίας απέναντι στο Βυζάντιο δεν κλονίστηκε. Ο Ισίδωρος πήρε χρήματα, καθώς και μια μεγάλη ακολουθία από τον Μεγάλο Πρίγκιπα Βασίλειο Β', τον «Τυφλό», και ταξίδεψε μέχρι τη Φλωρεντία για τη Σύνοδο, ως εκπρόσωπος του Ρωσικού Μητροπολιτικού Θρόνου.
Διαβάζοντας κάποιους σύγχρονους Ιστορικούς της περιόδου, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Μοσχοβίτης Μέγας Πρίγκιπας περίμενε πως και πως την ευκαιρία να υποσκελίσει το Βυζάντιο και να αναλάβει τη θέση του αυτοκράτορα μιας «Τρίτης Ρώμης».

 Τα γεγονότα που αναφέραμε παραπάνω δεν συνηγορούν καθόλου υπέρ αυτής της άποψης. Η μεγάλη ηγεμονία βρισκόταν πάντοτε υπό μογγολική κυριαρχία. Είχε μόλις ξεπεράσει μια μακρά και αιματηρή δυναστική διαμάχη, κατά τη διάρκεια της όποιας ο Βασίλειος Β' τυφλώθηκε από έναν ανταγωνιστή του προτού να αναλάβει εκ νέου το θρόνο του. Η εθνική -και σχεδόν «μεσσιανική»- αυτοεπιβεβαίωση της Ρωσίας ήρθε αργότερα. Προέκυψε ως αντίδραση στη Φλωρεντία και στην ʼλωση της Κωνσταντινούπολης που επακολούθησε, και μάλιστα επήλθε με αργό ρυθμό, χωρίς να λάβει ποτέ τη μορφή μιας επίσημης translatio imperii από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα.
Ο Ισίδωρος επέστρεψε στη Μόσχα από τη Φλωρεντία το 1441, ως καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αφού ταξίδεψε μέσο Ιταλίας, Ουγγαρίας και Πολωνίας. Οι Ρώσοι είχαν πληροφορηθεί και από τους αντιπροσώπους τους στη Φλωρεντία και από κύκλους της Κωνσταντινούπολης τα σχετικά με την αντίσταση του Μάρκου του Ευγενικού στις συνοδικές αποφάσεις και την αποκήρυξη μιας πλειοψηφίας Ελλήνων συμμετασχόντων που επακολούθησε.

 Η απόφαση του Μεγάλου Πρίγκιπα να απορρίψει τον Ισίδωρο δεν εσήμαινε εξέγερση εναντίον του Βυζαντίου· βασιζόταν μάλλον στην προσμονή μιας ορθόδοξης ανασυγκρότησης στο Βυζάντιο. Σε μια επιστολή ενδεικτική του μεγάλου σεβασμού του προς τον πρόσφατα εκλεγμένο πατριάρχη Μητροφάνη -που υποστήριξε κατ' αρχήν τη Φλωρεντία, αλλά δεν ήταν σε θέση να διακηρύξει επίσημα την Ένωση των Εκκλησιών- ο Μέγας Πρίγκιπας ζήτησε την άδεια να εκλέξει μητροπολίτη σε ρωσικό έδαφος: «Ικετεύουμε την πανιερότατη μακαριότητα σας να εξετάσει τους ιερούς και θείους κανόνες της Ελληνικής Εκκλησίας [...] και να εγκρίνει ώστε να πραγματοποιηθεί ορισμός μητροπολίτη στην ίδια του τη χώρα» (5).

 Καμία απάντηση δεν ήρθε, και οι Ρώσοι περίμεναν επτά χρόνια προτού να προβούν, το 1448, στον ανεξάρτητο διορισμό του Ιωνά του Ρυαζάν ως μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, δηλαδή του υποψηφίου που είχε προηγουμένως απορριφθεί. Μέσα από μια επίσημη απονομή του τίτλου στον Ιωνά από το βασιλιά Κάζιμιρ Δ', ο διορισμός αναγνωρίστηκε ως νόμιμος όχι μόνο από τη Μοσχοβία αλλά και από τις επισκοπές που βρίσκονταν στην πολωνολιθουανική επικράτεια. Σε μια άλλη επιστολή που απευθύνεται το 1451 στον νέο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο (δεν υπήρχε πατριάρχης τη χρονιά εκείνη στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Ουνίτης κάτοχος του τίτλου, Γρηγόριος Μάμμας, είχε καταφύγει στη Ρώμη), ο Μέγας Πρίγκιπας υποσχέθηκε ότι, από τη στιγμή που θα υπάρξει ορθόδοξος πατριάρχης, «θα είναι καθήκον μας να του γράψουμε [...] και να του ζητήσουμε την ευλογία του σε όλα τα ζητήματα» (6). Τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησαν είναι πολύ γνωστά: η Ένωση κηρύχθηκε επίσημα στην Αγία Σοφία τον Δεκέμβριο του 1452 και η πόλη έπεσε τον Μάιο του 1453.

Απόρριψη της Φλωρεντίας, όπως και λεπτότητα και επιφυλακτικότητα απέναντι στις απελπισμένες και κλονιζόμενες αρχές της Κωνσταντινούπολης, υπήρξαν συνεπώς τα χαρακτηριστικά της επίσημης στάσης των Ρώσων για τα έτη 1439-1453. Οι ανεπίσημες ωστόσο αντιδράσεις έπαιρναν συχνά διαφορετική τροπή. Προέρχονταν κυρίως από τους Ρώσους κληρικούς που είχαν συνοδέψει τον Ισίδωρο στην Ιταλία και είχαν ακολουθήσει τον αρχηγό τους στην αναγνώριση της Ένωσης. Ο Ρώσος επίσκοπος Αβραάμιος του Σούζνταλ είχε πράγματι υπογράψει την απόφαση. Οι Έλληνες, που είχαν επίσης υπογράψει, αλλά τελικά είχαν υπαναχωρήσει, επικαλέστηκαν τις ψυχολογικές και υλικές πιέσεις που δέχτηκαν από τους Λατίνους.

 Οι Ρώσοι απέδωσαν τις αιτιάσεις στα «πλάγια μέσα» του Ισιδώρου και στην «προδοσία» των Ελλήνων. Ήδη το 1393 ο πατριάρχης Αντώνιος είχε καλέσει τους Ρώσους να επιδείξουν νομιμοφροσύνη απέναντι στο ορθόδοξο Βυζάντιο, αλλά είχε εξίσου αναγνωρίσει την ανάγκη να «απορριφθούν οι αιρετικοί αυτοκράτορες» (7). Το επιχείρημα αυτό φαινόταν τώρα να βρίσκει την πλήρη έκφραση του στην κατάσταση μετά το 1439: «Ω μεγάλε κυρίαρχε αυτοκράτορα», έγραφε ένας πολέμιος της Ένωσης, απευθυνόμενος στον Ιωάννη Η' Παλαιολόγο που την είχε υπογράψει, «γιατί πήγες μαζί τους; [...] Αντάλλαξες φως με σκοτάδι· αντί για Θείο Νόμο, δέχτηκες την πίστη των Λατίνων [...]. Εσύ που πριν ήσουν ο εκφραστής της ευσέβειας, τώρα γίνεσαι σπορέας των σπόρων του κακού» (8). Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε άλλος εκτός από τον Μεγάλο Πρίγκιπα της Μόσχας για να θεωρηθεί αναγκαστικά ως ο «νέος Κωνσταντίνος», ο σωτήρας της Ορθοδοξίας (9). Το ίδιο όμως επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε για να εξυψώσει όχι μόνο τη Μόσχα αλλά και άλλα ρωσικά κέντρα, όπως το Τβερ για παράδειγμα- εκεί ο πρίγκιπας Μπόρις είχε επίσης στείλει αντιπρόσωπο στη Σύνοδο, και τώρα, μετά την απόρριψη της πίστης των Λατίνων, είχε θεωρηθεί από έναν πολέμιο της Ένωσης άξιος του αυτοκρατορικού διαδήματος (10).

 Κοντά σ' αυτά, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Γενναδίου (1484-1509), εμφανίστηκε στο Νόβγκοροντ μια περίεργη ρωσική παραλλαγή της Δωρεάς του Κωνσταντίνου, ο θρύλος του λευκού επικαλύμμαυκου. Σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, ένα λευκό επικαλύμμαυκο (ρωσ. κλομπούκ ) είχε δωρηθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον πάπα Σύλβεστρο, ύστερα από το βάπτισμα του. Ο τελευταίος ορθόδοξος πάπας, προβλέποντας την πτώση της Ρώμης στην αίρεση, έστειλε το επικαλύμμαυκο για ασφαλή φύλαξη στον πατριάρχη Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος τελικά (προβλέποντας με τη σειρά του την προδοσία της Φλωρεντίας) έστειλε το πολύτιμο κειμήλιο στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ (11). Έτσι, όχι μόνο η Μόσχα, αλλά και το Τβερ και το Νόβγκοροντ διεκδικούσαν σε ένα βαθμό το δικαίωμα να είναι κληρονόμοι της «Ρώμης» και κέντρα της αληθινής χριστιανικής πίστης.

Αλλά, ασφαλώς, η μοίρα της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας ανήκε στη Μόσχα. ʼλλωστε, ο μοναχός Φιλόθεος του Πσκοφ (γύρω στα 1510-1540) απηύθυνε την περίφημη επιστολή του στον Μεγάλο Πρίγκιπα: «Όλα τα χριστιανικά βασίλεια θα φτάσουν μια ήμερα σε ένα τέλος και θα ενωθούν στο ένα και μοναδικό βασίλειο του δικού μας ηγεμόνα, δηλαδή το ρωσικό βασίλειο, σύμφωνα με τα βιβλία των προφητών. Και η μία και η άλλη Ρώμη έπεσαν, η τρίτη κρατάει ακόμη, και μια τέταρτη δεν θα υπάρξει» (12). Αλλά όπως έδειξαν ο Γεώργιος Φλορόφσκι και άλλοι, η θεωρία της Μόσχας ως «Τρίτης Ρώμης» διαμορφώθηκε μέσα σε ένα αποκαλυπτικό πλαίσιο: για τον Φιλόθεο η Μόσχα δεν ήταν μόνο η «τρίτη» αλλά, πιο σημαντική, η «έσχατη» Ρώμη, και καλούσε τον Μεγάλο Πρίγκιπα σε μετάνοια και χριστιανική αρετή, προβάλλοντας για κίνητρο των εκκλήσεων του την επικείμενη έλευση της Δευτέρας Παρουσίας. Από πολιτική σκοπιά, οι εκκλήσεις του βρήκαν στην πράξη μικρή ανταπόκριση. Οι Μοσχοβίτες ηγεμόνες είχαν μπει στη διαδικασία της οικοδόμησης μιας εθνικής Αυτοκρατορίας, διαπνεόμενοι ευρύτατα από πρότυπα και ιδέες της Δυτικής Αναγέννησης και μη δίνοντας μεγάλη προσοχή στις αποκαλυπτικές θεωρίες. Η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», ή εκείνη της translatio imperii από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα, δεν είχε γίνει ποτέ αποδεκτή ως επίσημη κρατική θεωρία.

Το 1472 ο Ιβάν Γ' νυμφεύθηκε την ανιψιά του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, που είχε ζήσει στην Ιταλία και είχε γίνει μέτοχος της δυτικής παιδείας. Παρόλο που ο γάμος αναμφίβολα ενίσχυσε την αίγλη του, δεν εσήμανε παράλληλα και την ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου (13). Το πρακτικό αποτέλεσμα του γάμου αφορούσε την ουσιαστική αύξηση της ιταλικής επίδρασης στη Μοσχοβία. Το Κρεμλίνο ξανακτίσθηκε τότε more italico από Ιταλούς αρχιτέκτονες. Το 1547 ο Ιβάν Δ', εγγονός του Ιβάν Γ', στέφθηκε τσάρος (το σλαβικό αντίστοιχο του «καίσαρα»), σύμφωνα με ένα παραλλαγμένο βυζαντινό τελετουργικό, αλλά δεν έλαβε τον τίτλο του «αυτοκράτορα των Ρωμαίων», όπως θα το απαιτούσαν μια translatio imperii και η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», αλλά τον τίτλο του «τσάρου πάντων των Ρώσων». Επιπλέον, ζήτησε την επίσημη αναγνώριση του τίτλου του από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στέλνοντας πλούσια δώρα στον Οικουμενικό θρόνο.

 Η απάντηση ήρθε με τη μορφή δύο επιστολών του πατριάρχη Ιωάσαφ (1555-1565). Στην πρώτη, ο πατριάρχης εξέφραζε τις επιφυλάξεις του: μόνο ο πάπας της Ρώμης και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραφε, έχουν το δικαίωμα να στέφουν νόμιμα αυτοκράτορες· γι' αυτό και ο τσάρος θα έπρεπε να στεφθεί εκ νέου από τον εκπρόσωπο του πατριάρχη, το μητροπολίτη Ευρίπου και κομιστή της επιστολής. Το δεύτερο έγγραφο είχε τη μορφή συνοδικής πράξης που θα επικύρωνε τη στέψη, από τη στιγμή της τέλεσης της, και θα πρότεινε τη χάραξη ενός πρωτότυπου διαγράμματος που θα αποδείκνυε τη νομιμότητα του Ιβάν : δεν ήταν παρά απόγονος της πριγκίπισσας ʼννας, συζύγου του αγίου Βλαδίμηρου και αδελφής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (14).

Η δεύτερη στέψη του Ιβάν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ· το επεισόδιο όμως αυτό αποτυπώνει τον διαρκή σεβασμό των αρχών της Μόσχας απέναντι στους παραδοσιακούς δεσμούς που, σε πείσμα της οδυνηρής ρήξης του 1448-1453, υπήρχαν ανάμεσα στη Ρωσία και τη μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Η ίδια νομιμότητα θα επιδειχθεί στις διαδικασίες που σχετίζονται με την ίδρυση του πατριαρχείου της Μόσχας το 1589.
Μπροστά στην απελπιστική ανάγκη υλικής υποστήριξης, ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β' ταξίδεψε το 1588 μέχρι τη Μόσχα. Για τις ρωσικές αρχές αυτή ήταν μια απρόσμενη ευκαιρία για να εξετάσουν την πιθανότητα να διακηρύξουν την εγκαθίδρυση μιας «Τρίτης Ρώμης». Πράγματι, πρόσφεραν στον Ιερεμία μόνιμη εγκατάσταση στη Ρωσία, με έδρα την αρχαία πόλη του Βλαντιμίρ, η οποία κατ' αυτό τον τρόπο θα γινόταν το κέντρο του ορθόδοξου κόσμου.

 Η απόρριψη αυτής της προσφοράς από τον Ιερεμία οδήγησε στην εύρεση μιας εναλλακτικής λύσης: την ίδρυση ενός νέου πατριαρχείου στη Μόσχα. Η πράξη υπογράφηκε από τον Ιερεμία και επικυρώθηκε αργότερα από Συνόδους του 1590 και 1593, όπου έλαβαν μέρος και οι άλλοι πατριάρχες, ιδιαίτερα ο ευφυής και δυναμικός Μελέτιος Πηγάς Αλεξανδρείας (15). Το γράμμα αυτών των κειμένων προϋποθέτει σαφώς την παλινόρθωση μιας «πενταρχίας» πατριαρχών, η όποια είχε μειωθεί σε «τετραρχία», λόγω της αποστασίας του επισκόπου της Ρώμης. Το νέο πατριαρχείο της Μόσχας δεν προοριζόταν να γίνει κάτι αντίστοιχο του μακρινού πατριαρχείου της Γεωργίας ή του Πετς ή της Οχρίδας, ή ακόμη της αρχιεπισκοπής Κύπρου (Εκκλησιών που στο σύνολο τους, τουλάχιστον κατ' όνομα, ήταν πάντα υπαρκτές, αλλά που ωστόσο ούτε η γνώμη τους ζητιόταν ούτε μνημονεύονταν στα πρακτικά). Μαζί με την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ, η Μόσχα επρόκειτο να γίνει μία από τις πέντε έδρες, που στη νομοθεσία του Ιουστινιανού είχαν αναγνωρισθεί ως οι «πέντε αισθήσεις» της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.

 Ο πατριάρχης Ιώβ, με τον τίτλο του «πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και των υπερβορείων μερών», έμελλε να γίνει ο «πέμπτος πατριάρχης», «συναριθμούμενος» με τους άλλους τέσσερις και κρατώντας μερίδιο από την άξια τους. Έμελλε να αναγνωρίσει «και κεφαλήν και πρώτον έχειν και νομίζειν τον αποστολικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ως και οι λοιποί έχουσι πατριάρχαι ». Διακηρύχθηκε επίσης ότι η Κωνσταντινούπολη και τα άλλα πατριαρχεία είχαν τις τάξεις και τα δικαιώματα όπως αυτά ορίζονταν από Συνόδους «ουδέ [...] δι ' άλλον τινά λόγον [...], ειμή προς τα των βασιλειών αξιώματα» (16). Αφετηρία για την υποστήριξη των δικαιωμάτων της Μόσχας στάθηκε, συνεπώς, η ύπαρξη της Ρωσικής «Αυτοκρατορίας», έτσι που το όνομα του «ευσεβέστατου βασιλέως Μοσκόβου και αυτοκράτορος πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών» επρόκειτο τώρα να περιληφθεί στις καθιερωμένες περιπτώσεις δεήσεων υπέρ αυτοκρατόρων στα απανταχού λειτουργικά βιβλία (17).

Δεν υπάρχει, συνεπώς, αμφιβολία ότι η ίδρυση του πατριαρχείου της Μόσχας ήταν, αυτή καθεαυτή, μια σοβαρότατη επαναβεβαίωση των βυζαντινών παραδόσεων. Το βυζαντινό «πνεύμα» παρέμενε ζωντανό ακόμη και στο γεγονός ότι στο νέο πατριαρχείο είχε εκχωρηθεί η πέμπτη και όχι η πρώτη θέση μεταξύ των πατριαρχείων. Δεν ήταν η ίδια αίσθηση μιας καθιερωμένης παράδοσης και ενός εθίμου που διατηρήθηκε από τότε που η Κωνσταντινούπολη, η «Νέα Ρώμη», απέφυγε (μέχρι το Σχίσμα) να διεκδικήσει την πρώτη θέση πάνω από την «πρεσβυτέρα αυτοκρατορική Ρώμη»; Έτσι, η «Τρίτη Ρώμη» δεν ξεπέρασε τη «δεύτερη». Ωστόσο, υπήρχε ακόμη μια εξωπραγματική ατμόσφαιρα γύρω από τα γεγονότα του 1589, όχι επειδή οι Ρώσοι ή οι Έλληνες δεν ήθελαν να διατηρήσουν τη βυζαντινή παράδοση στη Ρωσία, αλλά επειδή, στα τέλη του 16ου αιώνα, είχαν προκύψει τόσες πολλές ιστορικές και πολιτιστικές μεταβολές, ώστε οι πολιτικές και νομικές πτυχές αυτής της παράδοσης να έχουν ευρύτατα υπερκερασθεί από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις.

Ανέφερα προηγουμένως ότι, ήδη από τον 15ο αιώνα, η μεγάλη ηγεμονία της Μόσχας είχε αρχίσει να οικοδομεί μια εθνική Αυτοκρατορία. Ο τσάρος Ιβάν Δ' ο Τρομερός (1533-1584) -η λαϊκή του ονομασία, Γκρόζνυ , μεταφράζεται καλύτερα «δεινός» (αυτός που εμπνέει δέος)- ήταν ένας αχόρταγος αναγνώστης του Μακιαβέλλι. Εστία των πολιτιστικών και πολιτικών του ενδιαφερόντων ήταν η Ευρώπη, όχι το Βυζάντιο. Τον 17ο αιώνα, με τις πολωνικές και σουηδικές εισβολές κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «περιόδου των αναταραχών» (1598-1613), και επιπλέον μια ολοένα αυξανόμενη πολιτιστική και ιδεολογική επιρροή που ερχόταν από τη Δύση, η «Ευρώπη» συνέβαλε βαθμιαία στη διαμόρφωση της μοσχοβίτικης εθνικοπολιτιστικής συνείδησης. Όλα αυτά προκάλεσαν μια πραγματική κρίση βυζαντινισμού στη Ρωσία, η οποία μπορεί να προέκυψε τον 17ο αιώνα, βρισκόταν όμως σε εκκόλαψη ήδη πολύ νωρίτερα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. βλ. τις σχετικές επισημάνσεις του Αντωνίου- Αιμιλίου Ταχιάου στο «Byzantium after Byzantium » επιμ. J. Meyendorff κ. ά., The Legacy of St. Vladimir (Crestwood N.Y. : St. Vladimir's Seminary Press, 1990).
2. Γι' αυτήν την περίοδο, βλ. John Meyendorff, Byzantium and the Rise of Russia : A study of Byzantino - Russian Relations in the Fourteenth Century (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1981).
3. Για τις σχετικές παραστάσεις του σάκκου βλ. Alice Bank, Byzantine Art in the Collections of Soviet Museums, αγγλ. Μτφρ. Lepina Sorokina (Aurora Art Publishers, 1985), εικ. 300-304.

4. Franz Ritter von Miklosich, Josef Müller, Acta et diplomata GRaeca Medii Aevi sacra et profana collecta, v. II, Acta patriarchatus Constantinopolitani (Βιέννη 1862), σ. 188-192 · τα σχετικά αποσπάσματα μεταφράζονται στα αγγλικά στο John W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391- 1425): A study in Late Byzantine States- manship (New Brunswick, N. J.: Rutgers Univ. Press, 1969 ), σ. 106-109 .
5. Russkaia istoricheskaia biblioteka , v. I- XXIX (Πετρούπολη 1872-1927) (εφεξής RIB ), τομ. VI, εκδ. Aleksei Stepanovich Pavlov (1880), 525- 536.
6. RIB 6: 583- 586.
7. Βλ. παραπάνω, σημ. 4.
8. "Slovo izbrano", Andrei Nikolaevich Popov, I storiko - literaturnyi obzor drevnerrusskikh polemicheskikh sochinenii protiv Latinian, (Μόσχα 1875), σ. 372-373.

9. Το επειχέιρημα αυτό κάνει την εμφάνισή του στις επιστολές του μητροπολίτη Ιωνά το 1451 (RIB 6: στ. 559-560) και σε άλλα έγγραφα· για μια επισκόπηση των κειμένων αυτών, βλ. Michael Cherniavsky, "The Reception of the Council of Florence in Moscow ", Church History 24 (1955) 347- 359.
10. Μοναχού Θωμά, «Slovo pokhval 'noe o blagovernom velikom Kniaze Borise Aleksandroviche » («Έπος του ευλαβούς Μεγάλου Πρίγκηπα Μπόρις Αλεξάντροβιτς [ του Τβερ ]»), εκδ. N. Likhachev, Pamiatniki drevnei pis ' mennosti I iskusstva, 168 (Μόσχα 1908), σ. 1-5.

11. Για το θρύλο αυτό, βλ. N. N. Rozof, "Povest ' o Novgorodskom belom klobuke kak pamiatnik obshcherusskoi publitsistiki XV veka", Trudy otdela drevnerusskoi literatury 9 (Μόσχα- Λένινγκραντ : Izdatel ' stvo Akademii Nauk SSSR, 1953), σς. 178-219· για μια αγγλική μετάφραση κάποιων αποσπασμάτων, βλ. Serge A. Zenkovsky (εκδ. και μτφρ.), Medieval Russian Epics, Chronicles and Tales, εκδ. Αναθεωρημένη και βελτιωμένη (Νέα Υόρκη: E. P. Dutton, 1974), σ. 326-332. Μετά την προσάρτηση του Νόβγκοροντ από τη Μοσχοβία, το λευκό επικαλύμμαυκο αποτέλεσε διακριτικό των μητροπολιτών (αργότερα των πατριαρχών) της Μόσχας. Ο Μέγας Πέτρος, μετά την κατάργηση του πατριαρχείου, εκχώρησε το δικαίωμα να φέρουν λευκό επικαλύμμαυκο όλοι οι μητροπολίτες της Ρωσικής Εκκλησίας- κάτι περίπου υποτιμητικό μιας αρχικά παπικής διάκρισης!

12. Το κείμενο στο Vasillii Nikolaevich Malinin, Starets Eleazarova Monastyria Filofei I ego poslaniia: Istoriko - literaturnoe izsliedovanie (Κίεβο 1901), παράρτημα σ. 45. Ανάμεσα στις ιστορικές μελέτες που αφορούν τη θεωρία του Φιλοθέου, η καλύτερη είναι ίσως εικείνη της Hildegard Schaeder, Moskau das dritte Rom : Studien zur Geschichte der politische Theorien in der slawischen Welt , β΄ ἐκδ. (Darmstadt : H. Gentner, 1957), σ. 82-117.
13. Είναι ενδιαφέρον ότι μια translation imperii είχε προταθεί στον Ιβάν όχι από τους Ρώσους αλλά από την ενετική σύγκλητο: «Quando stirps mascula deeset imperatoria ad Vestram Illustrissimam Dominationem jure vestri faustissimi conjugii pertineret» (η παραπομπή του Aleksei Iakovlevich Shpakov, Gosudarstvo I tserkov ' v ikh vzaimnykh otnosheniiakh v Moskovskom gosudarstve [Κίεβο 1904], τομ. Ι, σ. 43-48).
14. Το κείμενο ανατυπώθηκε πρόσφατα και σχολιάστηκε από τον Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάου, Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Ορθοδόξων Σλάβων , τευχ. Ι (Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφών Κυριακίδη, 1984) σ. 161-164. Όπως έδειξε ο Vasilii Eduardovich Regel (Analecta byzantino - russica [ Πετρούπολη 1891-1898], LI - XCVIII ), οι υπογραφές των μητροπολιτών κάτω από την πράξη ήταν πλαστογραφημένες. Το έγγραφο συνεπώς είναι ένα προσωπικό συμπίλημα του πατριάρχη Ιωάσαφ και στερείται συνοδικής επιδοκιμασίας. Τελικά, ο Ιωάσαφ καθαιρέθηκε, επειδή υπερέβη τις δικαιοδοσίες του.
15. Τα κείμενα ανατυπώθηκαν πρόσφατα στο Ταχιάου, Πηγές, σ. 210-220, μαζί με τις σημαντικές από ιδεολογική άποψη επιστολές του Μελετίου Πηγά προς τον νέο πατριάρχη Μόσχας Ιώβ και τον τσάρο.
16. Βλ. τόμο του 1593, στο Ταχιάου, Πηγές σ. 218· και για την προηγούμενη παραπομπή, σ. 211.

17. Ταχιάος, Πηγές, σ. 219. Δεν υπάρχει ειδική μελέτη στα αγγλικά σχετική με τα γεγονότα και τις συνθήκες ίδρυσης του ρωσικού πατριαρχείου. Η πλέον έγκυρη ρωσική μελέτη είναι από τον Aleksei Iakovlevich Shpakov, Gosudarstvo I tserkov ' v ikh vzaimnykh otnosheniakh v Moskovkom gosudartsve : Tsarstvovanie Fedeora Ivanovicha : Uchrezhdenie patriarshestva v Rossii (Οδησσός 1912)· βλ. ακόμη μια παρουσίαση από τον Anton V. Kartashev, Ocherki po istorii russkoi tserkvi, I - II (Παρίσι: YMCA - Press, 1959), τομ. Η΄, σ. 10-47. Η πρωτότυπη έμμετρη αξιολόγηση των γεγονότων από τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο Ελασσώνος Αρσένιο, που συνόδευσε τον πατριάρχη Ιερεμία στο ταξίδι του στη Ρωσία, ανατυπώθηκε στο Ταχιάου, Πηγές , σ. 168- 209.

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ , Γιώργος Καραμπελιάς


Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του.

Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας. Σε μια σειρά κειμένων θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε έναν προς έναν αυτούς τους παράγοντες, αρχίζοντας από τον γεωπολιτικό.

Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες. Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει -εν μέρει τουλάχιστον- στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό.

Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα.

Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.

Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.

Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός

Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, στα πλαίσια της κυρίαρχης αντίθεσης μεταξύ σοσιαλιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης, καθώς και εξ αιτίας της ενίσχυσης του τουρκικού επεκτατισμού από τους Αμερικανούς, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί !

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, αυτό που χωρίστηκε στα 1923-1924, με την κατάργηση του καλιφάτου, επιχειρείται σήμερα να επανενωθεί. Οι μουσουλμανικές χώρες, και πρώτη απ’ όλες η Τουρκία, μεταβάλλονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε ισλαμικές. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.

Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, που αποτελούσε τον χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ, τους επέτρεψε να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν.

Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δύση βρίσκονται στο ναδίρ, εξ αιτίας της οικονομικής επίθεσης των δυτικών τραπεζιτών ενάντια στη χώρα μας, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται -έστω εν μέρει- σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.

Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας εχθρικής ή οιονεί εχθρικής Ανατολικής Μεσογείου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία μας. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, στη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, να καταχωρισθούμε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, το οποίο όμως οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν αντίθετα, μπορεί να το προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να κατευνάσουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.

Ένα ιστορικό προηγούμενο

Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω -διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες- και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Ο φίλος Νίκος Μπινιάρης, στο βιβλίο του Το Κάλεσμα της Ερήμου, παραλληλίζει τη σημερινή εποχή με εκείνη του Βυζαντίου, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όταν οι δυνάμεις των Αράβων κατέλαβαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία και ανάγκασαν το Βυζάντιο να συμπτυχθεί στη Μικρά Ασία. Κατ’ αναλογίαν βλέπει, σήμερα, την αντίστοιχη αυτοκρατορία της Αμερικής να αντιμετωπίζει μια νέα έφοδο της ερήμου, δηλαδή του ισλάμ. Τότε, ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τη Συρία και την Παλαιστίνη στην τύχη τους και, σήμερα, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί με την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα μπορούσε άραγε μια ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση και τις ΗΠΑ να της επιτρέψει να αποφύγει τον κίνδυνο;

Ο συγγραφέας φαίνεται να το πιστεύει προς στιγμήν, αλλά ταυτόχρονα είναι μάλλον απαισιόδοξος για την έκβαση της σύγκρουσης. Όπως το 1453, η Δύση δεν έσπευσε να σώσει το Βυζάντιο, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφορήσει μάλλον για την τύχη της Ελλάδας, αν το αντίτιμο είναι ο εξευμενισμός της Τουρκίας και του ισλάμ. Εξ άλλου, τι άλλο ήταν το σχέδιο Ανάν; Δύο είναι οι σημαντικές διαφορές που περιπλέκουν εν μέρει το ζήτημα: η ύπαρξη του Ισραήλ, που όχι απλώς αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης μέσα στην Ανατολή αλλά ένα κομμάτι της συνδεδεμένο με τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων της Δύσης, και βέβαια, πάντα, η ύπαρξη του πετρελαίου.

Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, δηλαδή το δεσποτάτο του Μορέως, τη Μακεδονία την περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει.

Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:

Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης.

Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο. Εκείνον της πολιτειακής Αναγέννησης του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι .Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και εν τέλει την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία.

Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ο προσφορότερος.

Υπάρχει διέξοδος;Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του ισλάμ, μετά την πρόκληση της Δύσης εναντίον του, που κρατάει ήδη σχεδόν εκατό χρόνια, όπως είχε συμβεί τότε με τους Σταυροφόρους. Αλλά και οι διαφορές στο εσωτερικό ιδεολογικό τοπίο είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» -σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου- το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία, μια και η Τουρκία ήταν, ή και είναι ακόμα, το αγαπημένο παιδί της Δύσης, όπως ακριβώς συνέβαινε για τα διακόσια χρόνια του «Ανατολικού Ζητήματος».

Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης και παγκοσμιοποίησης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει στην υποχώρηση και της ορθόδοξης ταυτότητας.

Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, στον τόπο μας, μόνο συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.

Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα.

Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».


Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας -στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση- για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας.


πηγή: http://greeknation.blogspot.com 

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Γιατί χάθηκε ο αγωγός,του Γιώργου Λακόπουλου


Το ξέρουν και οι πέτρες. Οι Αμερικανοί βυσσοδομούσαν κάθε φορά που η Ελλάδα προωθούσε την ιδέα για τον αγωγό μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς –Αλεξανδρούπολη. Όπως βυσσοδομούσαν όταν αναβαθμιζόταν η ελληνορωσσική συνεργασία  γενικότερα. Ή όταν αγοράζαμε όπλα από τους Ρώσους και όχι από αυτούς. Την περίοδο μετά το 2004 που ο Κώστας Καραμανλής αναβάθμισε περισσότερο τον άξονα Αθήνας-Μόσχας, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπήκαν σε φάση ανομολόγητης κρίσης.

Ο Καραμανλής όμως επέμενε. Πήγε δυο φορές στη Μόσχα και θεμελίωσε τη συνεργασία των δυο χωρών ακόμη περισσότερο. Η πολιτική του δεν είχε μόνο οικονομικές επιδιώξεις, το είδος των οποίων και το ύψος τους  μπορεί να καταλάβει ο καθένας. Εάν η Ελλάδα μεταβάλλονταν σε κέντρο διέλευσης δικτύων που μεταφέρουν ενέργεια από την Κεντρική Ασία στη Δυτική Ευρώπη, θα αποκτούσε ισχύ και πλούτο. Υπήρχαν και πολιτικές  επιδιώξεις που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η  συνεργασία με τη Ρωσία ήταν ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στις τουρκικές  επιδιώξεις. Για τις όποιες άλλωστε από την πλευρά τους οι αμερικανοί δεν εξεδήλωσαν ποτέ δυσφορία  κατά των Τούρκων.

Η Μόσχα λοιπόν ήταν εν εξελίξει στρατηγικός εταίρος της Ελλάδος και μάλιστα σε βάση ισοτιμίας και αμοιβαίας  αξιοπιστίας. Το ήξεραν άλλωστε από νωρίς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου που επένδυσαν  σ’ αυτό. Όπως το ήξερε και ο Κώστας Σημίτης, που συνέχισε τις προσπάθειες  για τον αγωγό  Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη.

Επί νεώτερου Καραμανλή με την συμμέτοχη της Ελλάδας και  στον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου, αναδείχθηκε θεαματικά η αξία αναβάθμισης της σχέσης Ελλάδας- Ρωσίας.  Αλλά αυτό προφανώς είχε  γεωπολιτικές συνέπειες. Και ακόμη πιο προφανώς, οι αμερικανοί δεν το ήθελαν. Γι’ αυτό, μετά το 2007 που ο Καραμανλής επέκτεινε περισσότερο τις ελληνορωσσικές συμφωνίες, έφταναν στο σημείο να κάνουν ως και παρασκηνιακά διαβήματα προς την ελληνική κυβέρνηση. Και αφού δεν τους ενθουσίαζε αυτή η πολιτική, φυσικά δεν χρειάζονταν να μελετήσει κανείς ιδιαίτερα τα πράγματα για να καταλάβει ότι δεν τους ενθουσίαζε ούτε η παρουσία του Καραμανλή στην πρωθυπουργία.  Προφανώς όταν την έχασε  δεν φόρεσαν μαύρα. Άλλωστε μετά το «βέτο» της Ελλάδας στο Βουκουρέστι για τα Σκόπια, τον αντιμετώπισαν σαν αντίπαλο. Αν έβαλαν με κάποιο τρόπο και το χέρι τους στις δυσκολίες που αντιμετώπισε εν συνεχεία, όπως πολλοί πιστεύουν στο περιβάλλον του Καραμανλή, είναι ένα θέμα που θα το εξακριβώσουμε πολύ αργότερα.

Προς το παρόν διαπιστώνουμε ότι ο αγωγός που θα ενίσχυε την ελληνική οικονομία και την ελληνική διπλωματία, δηλαδή τη θέση της χώρας γενικότερα, πήγε άκλαυτος. Η καινούργια κυβέρνηση της Βουλγαρίας τον υπονόμευε συστηματικά. Η καινούργια κυβέρνηση της Ελλάδας δεν ήταν και πολύ φανατική. Και η καινούργια θεώρηση των πραγμάτων από τους Ρώσους οδήγησε  στο τέλος. Έναςμεγάλο έργο που οραματίστηκαν πολλές ελληνικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δεν θα υπάρξει ποτέ. Το θέμα τώρα είναι αν θα μάθουμε ποτέ τα διπλωματικά παρασκήνια αυτής της υπόθεσης.  Και αυτό είναι στο χέρι όσων έπαιξαν ρόλο μέχρι σήμερα.

πηγή: http://www.protagon.gr/