Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του.
Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας. Σε μια σειρά κειμένων θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε έναν προς έναν αυτούς τους παράγοντες, αρχίζοντας από τον γεωπολιτικό.
Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες. Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει -εν μέρει τουλάχιστον- στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό.
Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα.
Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.
Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.
Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός
Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, στα πλαίσια της κυρίαρχης αντίθεσης μεταξύ σοσιαλιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης, καθώς και εξ αιτίας της ενίσχυσης του τουρκικού επεκτατισμού από τους Αμερικανούς, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί !
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, αυτό που χωρίστηκε στα 1923-1924, με την κατάργηση του καλιφάτου, επιχειρείται σήμερα να επανενωθεί. Οι μουσουλμανικές χώρες, και πρώτη απ’ όλες η Τουρκία, μεταβάλλονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε ισλαμικές. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.
Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, που αποτελούσε τον χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ, τους επέτρεψε να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν.
Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δύση βρίσκονται στο ναδίρ, εξ αιτίας της οικονομικής επίθεσης των δυτικών τραπεζιτών ενάντια στη χώρα μας, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται -έστω εν μέρει- σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας εχθρικής ή οιονεί εχθρικής Ανατολικής Μεσογείου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία μας. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, στη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, να καταχωρισθούμε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, το οποίο όμως οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν αντίθετα, μπορεί να το προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να κατευνάσουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.
Ένα ιστορικό προηγούμενο
Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω -διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες- και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Ο φίλος Νίκος Μπινιάρης, στο βιβλίο του Το Κάλεσμα της Ερήμου, παραλληλίζει τη σημερινή εποχή με εκείνη του Βυζαντίου, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όταν οι δυνάμεις των Αράβων κατέλαβαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία και ανάγκασαν το Βυζάντιο να συμπτυχθεί στη Μικρά Ασία. Κατ’ αναλογίαν βλέπει, σήμερα, την αντίστοιχη αυτοκρατορία της Αμερικής να αντιμετωπίζει μια νέα έφοδο της ερήμου, δηλαδή του ισλάμ. Τότε, ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τη Συρία και την Παλαιστίνη στην τύχη τους και, σήμερα, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί με την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα μπορούσε άραγε μια ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση και τις ΗΠΑ να της επιτρέψει να αποφύγει τον κίνδυνο;
Ο συγγραφέας φαίνεται να το πιστεύει προς στιγμήν, αλλά ταυτόχρονα είναι μάλλον απαισιόδοξος για την έκβαση της σύγκρουσης. Όπως το 1453, η Δύση δεν έσπευσε να σώσει το Βυζάντιο, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφορήσει μάλλον για την τύχη της Ελλάδας, αν το αντίτιμο είναι ο εξευμενισμός της Τουρκίας και του ισλάμ. Εξ άλλου, τι άλλο ήταν το σχέδιο Ανάν; Δύο είναι οι σημαντικές διαφορές που περιπλέκουν εν μέρει το ζήτημα: η ύπαρξη του Ισραήλ, που όχι απλώς αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης μέσα στην Ανατολή αλλά ένα κομμάτι της συνδεδεμένο με τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων της Δύσης, και βέβαια, πάντα, η ύπαρξη του πετρελαίου.
Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, δηλαδή το δεσποτάτο του Μορέως, τη Μακεδονία την περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:
Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου