Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ


Μια γεωπολιτική προσέγγιση ενός  μείζονος σημασίας θέματος από τον στρατηγιστή Δρα Γεώργιο Ανδ. Μούρτο  [i]


Στη χώρα μας έχουμε πλέον εθιστεί στις οδυνηρές εκπλήξεις κάθε μορφής, καθότι έχουν γίνει συνήθειες ρουτίνας. Εφησυχάζουμε, για παράδειγμα, στις ρητορικές διαβεβαιώσεις των υπευθύνων ότι γίνεται το καλύτερο δυνατό στα εθνικά ζητήματα, όταν οι ίδιοι υπεύθυνοι αδυνατούν να είναι αποτελεσματικοί σε θέματα καθημερινότητας, όπως να ευπρεπίσουν τις πόλεις μας και να καθαρίσουν τους δρόμους της. Ομιλούμε για την εποχή της γνώσης, αλλά εμμένουμε στη διατήρηση παρωχημένων εκπαιδευτικών δομών –των σχολών των ενόπλων δυνάμεων μη εξαιρουμένων. Υμνολογούμε επετειακά τους εθνικούς μας ήρωες, όταν βαρυνόμαστε με τη φυλάκισή τους. Θρηνολογούμε το χαμό άξιων τέκνων του έθνους, όταν ενοχοποιούμαστε για τον διασυρμό και την απαξίωσή τους. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος, τον οποίο τραυματίσαμε θανάσιμα με συκοφαντίες και λίβελους, πριν τον στείλουμε ταπεινωμένο σπίτι του, επειδή τόλμησε να προτάξει λόγον εθνικής αξιοπρέπειας.
           
Εξηγούμαι: οι αναφορές μου δεν εστιάζονται σε πρόσωπα, φορείς και κυβερνήσεις, αλλά σε μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία που διαπότισε ολόκληρο τον εθνικό κορμό και μας καθιστά αν-ορθόδοξους στην κρίση και την συμπεριφορά.

Τα αίτια της αν-ορθοδοξίας

Τα αίτια αυτής της αν-ορθόδοξης συμπεριφοράς που περιγράφω είναι, κατά την άποψή μου, τα εξής:

Πρώτον: Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει την συλλογική εικόνα μέσα μας, την εθνική μας ιδιοπροσωπία, ώστε αυτή να γίνεται καταληπτή και από τους τρίτους. Δηλαδή, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει «ποιοι είμαστε», ποια είναι η ταυτότητά μας ή, όπως θα έλεγαν οι λόγιοι του 19ου αιώνα, ποιος είναι ο «αληθώς ελληνικός χαρακτήρας», γι΄ αυτό και μειονεκτούμε σοβαρά στη χάραξη εθνικής πορείας. Αυτή η μειονεξία είναι εγγενής, καθότι υφίσταται από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Τρεις είναι οι κυρίαρχες και αποκλίνουσες, ως προς τη συλλογική μας ταυτότητα, τάσεις, τις οποίες και απαριθμώ: Η Κοραϊκή, η αποκαλούμενη και δυτικότροπη, η οποία προσπάθησε να γεφυρώσει την αρχαιοελληνική με τη νεοελληνική ταυτότητα, εξοβελίζοντας τη βυζαντινή ως ανθελληνική και βάρβαρη. Η Παπαρρηγοπουλική ή, άλλως, ελληνοχριστιανική που προβάλει τη συνέχεια του Ελληνισμού· στηρίζεται δηλαδή στη σύνθεση της αρχαιοελληνικής, της βυζαντινής και της νεοελληνικής ταυτότητας. Η «εκσυγχρονιστική» ή εθνομειοδοτική που αποτελεί την κυρίαρχη τάση της ύστερης μεταπολίτευσης και συνδυάζει το διεθνιστικό –θεωρώντας το έθνος μύθευμα- με μια νευρωτική απέχθεια προς ό,τι θυμίζει ελληνικότητα, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως τόσο το αρχαιοελληνικό όσο και, κυρίως, το βυζαντινό πόλο του ελληνισμού. [ii]

Δεύτερον: Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, οδηγούμαστε στη δεύτερη αιτία της αν-ορθόδοξης νεοελληνικής συμπεριφοράς, την οποία συνοψίζω ως εξής. Το νεοελληνικό κράτος, από της ιδρύσεώς του, στερείται στέρεων βάσεων, οι οποίες θα άντεχαν το βαρύ φορτίο του ελληνισμού. Γι΄ αυτό αναζητούμε με τόση ευκολία καταφύγιο σε δάνεια πολιτικά και πολιτισμικά σχήματα, όπως το δυτικό και πρωθύστερα αυτού το οθωμανικό. Συνέπεια τούτου είναι να στερούμαστε ταυτότητας, να πιθηκίζουμε με μηρυκαστική βουλιμία το ξενικό, να μηδενίζουμε καθετί ελληνικό. Με άλλα λόγια, αφελληνιζόμαστε οικεία βουλήσει.

Άραγε ποιες είναι οι γενεσιουργές αιτίες αυτού του ιδιότυπου αφελληνισμού; Το ερώτημα θα απαντηθεί με βάση μια αδιάψευστη, που δεν είναι πλέον και αυτονόητη, διαπίστωση. Το διαχρονικό γνώρισμα του Ελληνισμού είναι η θάλασσα που του προσέδωσε δυναμισμό και εξωστρέφεια στους προσανατολισμούς του και τον κατέστησε οικουμενικό. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η επταετία των συνταγματαρχών με το ανεκδιήγητο «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» και η μεταπολιτευτική περίοδος κατά την οποία ο Ελληνισμός περιχαρακώθηκε στη βαλκανική του ενδοχώρα, με συνέπεια να αναπτυχθούν ιδεοληπτικές εμμονές εσωστρέφειας και συστολής. Οι εν λόγω εμμονές ενεργοποίησαν έναν πρωτόγνωρο ανταγωνισμό μεταξύ των Ελλήνων να γίνουν μικροί, παρότι το βάρος της κληρονομιάς τους θέλει  μεγάλους.

Για να αποδώσω με σαφήνεια την πραγματική διάσταση του ελληνισμού στη διαχρονία του καταφεύγω σ΄ ένα επίλεκτο μέλος του, τον Ισπανό ελληνιστή καθηγητή Πέδρο Ολάγια, ο οποίος τον εξισώνει με την οικουμενικότητα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα χωρίς τον Αλέξανδρο, πιθανότατα δεν θα είχε γίνει ποτέ «ελληνισμός». Και τούτο, διότι δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην οικουμενικότητα. Δηλαδή, δια του μακεδονικού ελληνισμού το ελληνικό στοιχείο γίνεται κτήμα του κόσμου όλου, καθότι γίνεται το επαναστατικό άλμα: από την τοπικότητα (πόλις-κράτος) στην οικουμενικότητα με την εξής χρονολογική σειρά: Πρώτ΄ απ΄ όλα η ελληνιστική Οικουμένη· ακολουθεί η ελληνορωμαϊκή, για να την διαδεχθεί η χριστιανική μέχρι την έλευση της Αναγέννησης που δημιούργησε την Οικουμένη του ουμανισμού πάνω στην πνευματική βάση της Ελλάδας, η οποία επηρέασε βαθύτατα τον δυτικό πολιτισμό.

Φαίνεται πως το νεοελληνικό κράτος, ως κάλπικο δάνειο από την Εσπερία και παντελώς ξένο προς τις ιδιαίτερες ανάγκες, την ιδιοσυγκρασία και τους ιστορικούς εθισμούς της κοινοτικής αυτο-οργάνωσης και αυτοδιαχείρισης των Ελλήνων, δεν μπορεί να διαχειριστεί το βάρος της κληρονομιάς του ελληνισμού. Γι΄ αυτό έπαψε, εν τη γενέσει του, να αποπνέει την αριστοκρατική αύρα του κληρονόμου μιας οικουμενικής και πανανθρώπινης παράδοσης. Έτσι, οδηγηθήκαμε ως Νεοέλληνες σε μια μοιραία πορεία: από μεγάλοι και οικουμενικοί γίναμε μικροί, εσωστρεφείς, φοβικοί και μηρυκαστικοί με συνέπεια να θεωρούμε φυσιολογική την υποτακτικότητα μας στους Δυτικούς και να αποδεχόμαστε σχεδόν μοιρολατρικά τη μειονεξία μας έναντι όσων συμπεριφέρονται ως περιφερειάρχες –οι Τούρκοι- ή να αντιμετωπίζουμε κατευναστικά και φοβικά  εκείνους που διαπνέονται από αθεράπευτους μεγαλοϊδεατισμούς –όλοι οι γείτονές μας.

Τρίτον: Η δημιουργία του ελληνικού κράτους ως φωτοτυπική απεικόνιση του ξένου και άγνωστου για την ελληνική εμπειρία δυτικού προτύπου, γέννησε τη νεο-ελληνική μειονεξία που δεν θεραπεύτηκε, ούτε καν μετριάστηκε με την ένταξή μας στην Ε.Ε., που μεταπολιτευτικά τυγχάνει της γενικής σχεδόν αποδοχής. Και τούτο, διότι στο ευρωπαϊκό μεγα-οικοδόμημα καταλάβαμε οικεία βούληση μια γωνιά ως ξένοι, συνεσταλμένοι και εντονότατα συμπλεγματικοί. Επιπλέον, ο «ευρωπαϊσμός» δεν πρόσθεσε κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό στην ισχύ της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της, διότι, ως «Ευρωπαίοι» δεν υιοθετήσαμε απολύτως τίποτε το ευρωπαϊκό, πέραν των «πακέτων» και αυτά με ακόρεστη βουλιμία προσωπικής ιδιοποίησής τους. Επίσης, ο ευρωπαϊσμός μας ταυτίστηκε με τον άκρατο ευδαιμονισμό, που συνοδεύει την χρόνια παρακμιακή πορεία του Ελληνισμού. Μια καθοδική πορεία που όχι μόνο φαίνεται να μην έχει τελειωμό, αλλά είναι και εκτός ελέγχου λόγω συνηθειών και πρακτικών που χαρακτηρίζουν την νεοελληνική πραγματικότητα[iii], η οποία διαμορφώνεται μέσα από ένα ανεξέλεγκτο πλέον φαυλοκρατικό σύστημα[iv].

Για του λόγου το αληθές, θα προβώ σε μια δειγματοληπτική συγκριτική αναφορά μεταξύ του ευρωπαϊκού προτύπου από τη μια πλευρά και του ελληνικού κακέκτυπου από την άλλη:
  • αξιοσύνη -  μετριοκρατία
·        δημοψηφισματική δημοκρατία – μεταρρυθμιστική, νομοκρατική δημοκρατία (δηλ. άνωθεν επιβολή)
·        ποιότητα ζωής, εθνική παράδοση  -  καταστροφομανία, κακογουστιά,                                    αυθαιρεσία
·        αποκέντρωση  -  συγκέντρωση/αθηναιοκεντρισμός
·        εθνικοποίηση, πατριωτισμός - απο-εθνικοποίηση, διεθνισμός, εθνομειοδοτισμός
·        παραγωγή γνώσης – παραγωγή θεσιθήρων
·        πρωτογενής δραστηριότητα (πρωτοβουλία, εφεύρεση, παραγωγή, επιβράβευση ικανότητας, κοινωνική ευαισθησία) – μεταπρατική παθητικότητα (μιμητισμός, αναξιοκρατία, φαυλότητα, οικογενειοκρατία, αδηφαγία των εχόντων και κατεχόντων).

Τέταρτον: Εξίσου σημαντικό με τα προηγούμενα αίτια της αν-ορθόδοξης νεοελληνικής νοοτροπίας είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση που εκδηλώνεται με πρακτικές αποδυνάμωσης, συχνά και ακύρωσης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων: κλασική γραμματεία (πρώτο «θύμα» η γλώσσα) – Ορθοδοξία – ναυτική παράδοση. Κοινό γνώρισμα των τριών είναι η εξωστρέφεια, η οικουμενικότητα. Η υποβάθμιση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων έχει ως συνέπεια την υιοθέτηση ιδεοληψιών του τύπου «το θέλουν οι Μεγάλοι», η «Κύπρος είναι μακριά», «είμαστε μικρή χώρα» ή «χώρα status quo», απαξιώνοντας την «αριστοκρατική» μας καταγωγή και παραβλέποντας την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης σ΄ έναν ωκεανό αναθεωρητισμού και μεγαλοϊδεατισμού, όπου οι άτολμοι χάνουν και καθίστανται μικροί και αμελητέοι. Και όλα αυτά θεωρούνται φυσιολογικά επειδή έχουμε αναγάγει ως κυρίαρχη «στρατηγική κουλτούρα» την υποχωρητικότητα και τη φοβία. Υπερβολές θα πούνε μερικοί. Γι΄ αυτό, προτείνω να υποβληθούμε σε μια διαδικασία αυτοελέγχου, επιχειρώντας την ανίχνευση και την καταγραφή της πορείας των λεγόμενων εθνικών μας θεμάτων. Πώς, δηλαδή, ξεκινήσαμε πριν αυτοανακηρυχθούμε ισχυροί και Ευρωπαίοι και πού καταλήξαμε σήμερα που, μετά περισσής αυταρέσκειας, θεωρούμε τους εαυτούς μας ισότιμους εταίρους στην ΕΕ:

Ελληνοτουρκικά (από τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου στην πλήρη αμφισβήτησή του),
Ίμβρος-Τένεδος (από την προβλεπόμενη αυτοδιοίκηση του ελληνικού στοιχείου, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, στον πλήρη εκτουρκισμό τους),
Θρακικό-μειονοτικό (από την πλήρη στην «γκρίζα» εθνική κυριαρχία και στον πλήρη εκτουρκισμό της μειονότητας),
Μακεδονικό (από αστεία για την Αθήνα υπόθεση, το σκοπιανό υβρίδιο επέβαλε de facto στην ευρωενωσιακή και ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα τη μοιρασιά στην ιστορική ονομασία της Μακεδονίας μας που η αθηναιοκεντρική ελίτ την δικαιολογεί με τον ισχυρισμό της μόνης «ρεαλιστικής» επιλογής),
Κυπριακό (από αμιγώς ελληνική υπόθεση, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης,  σε ελληνοτουρκική διαφορά, σε δικοινοτικό ζήτημα και, τελικά, στην αποδοχή ισότιμης κυριαρχίας των δύο σύνοικων στοιχείων. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται και στις πολιτικές των ξένων: από το Σχέδιο Άτσεσον που ελληνοποιούσε το νησί, στο Σχέδιο Ανάν που το τουρκοποιούσε).

Η στρατηγική κουλτούρα της υποχώρησης

Η στρατηγική κουλτούρα της φοβίας και υποχωρητικότητας που περιγράφω γέννησε την ειρηνολαγνεία. Προσοχή! Ειρηνολαγνεία δια της δαιμονοποίησης του πολέμου ως του απόλυτου κακού και όχι της επίθεσης και του αλυτρωτισμού που είναι τα γενεσιουργά αίτιά του. Η ερμηνεία αυτής της ελληνικής παραδοξότητας είναι τελικά απλή· όσο μια χώρα βρίσκεται σε κάμψη και χάνει την αυτοεκτίμησή της, τόσο επικαλείται την ειρήνη. Η ιστορία αυτό διδάσκει και στα διδάγματά της καταφεύγω. Οι Αθηναίοι λάτρευαν την πολιούχο της πόλεώς τους Αθηνά με τα προσωνύμια Νίκη και Πρόμαχο, και την απεικόνιζαν με πολεμική αμφίεση (δόρυ και ασπίδα) όσο καιρό αισθάνονταν ισχυροί και δυνατοί. Εξάλλου, ο Χρυσούς Αιών έγινε πραγματικότητα όχι με ειρηνολαγνικές επικλήσεις, αλλά διότι στηρίχθηκε στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που πρόταξε τα στοιχεία της γενναιότητας και της στρατιωτικής μεταρρύθμισης με τη δημιουργία της αθηναϊκής φάλαγγας.

Το αθηναϊκό παράδειγμα έχει υιοθετηθεί πλήρως σήμερα από κάθε προηγμένη χώρα, η οποία θεωρεί ως προϋπόθεση της προόδου και της ανάπτυξης την «ιεραρχία», την «τάξη», το στρατιωτικό και όχι ειρηνολαγνικό στοιχείο, διότι αποδέχεται την διαχρονική αρχή: εάν επιθυμείς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ελβετία, αλλά και όλες ανεξαιρέτως οι προηγμένες και αναλόγου μεγέθους χώρες. Το δίδαγμα που βγαίνει από την επισήμανση αυτή είναι ότι η στρατιωτική ισχύς είναι ο καθρέφτης της συνολικής ισχύος μιας χώρας, γι΄ αυτό καμία χώρα στην μακρόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας δεν ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό χωρίς στρατιωτική ισχύ.

Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος, που παραδόξως επιβεβαιώνει και αυτή τα προαναφερόμενα. Όσο, δηλαδή, η ισχύς των Αθηναίων υποχωρούσε τόσο αυτοί αυτοχαρακτηρίζονταν «συνετοί», «μετριοπαθείς», «ήπιοι», επικαλούμενοι την ειρήνη, την οποία άρχισαν να λατρεύουν ως θεά. Αυτά εκδηλώθηκαν μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν δηλαδή εξασθένισαν σε ισχύ και μειώθηκε το διεθνές τους κύρος. Για τη νομιμοποίηση αυτών των νέων δεδομένων επιστρατεύτηκαν οι πολιτικοί –θεσπίζοντας τη λατρεία της Ειρήνης-, οι καλλιτέχνες –δημιουργώντας αγάλματά της-, οι λόγιοι με τον Ησίοδο να την εμφανίζει ως θυγατέρα του Δία και αδελφή του Νόμου και της Δίκης, τον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη να την αποκαλούν πλουτοφόρο, τον Βακχυλίδη να βαφτίζει τον Πλούτο γιό της, και τον Αριστοφάνη να την βγάζει στη σκηνή με την Ειρήνη, όπου οι χαρακτήρες την αποκαλούν «Βασίλισσα» και «Θεά».

Παρομοίως, όταν οι Αθηναίοι παραδόθηκαν στη στρατιωτική συμμαχία των Σπαρτιατών και αργότερα υπετάγησαν στον Φίλιππα Β΄ της Μακεδονίας, δύο γεγονότα που επισφράγισαν το τέλος της δημοκρατικής τους ζωής, αυτοί, αντί να αγωνιστούν για την πολιτική τους αξιοπρέπεια, επέλεξαν την εύκολη οδό· γέμισαν τους δημόσιους χώρους με αγάλματα της Δημοκρατίας που λατρευόταν πλέον ως θεά. Έτσι μοιρολατρικά αποδέχθηκαν την υποταγή τους και, αντί να ενεργοποιηθούν για την ανατροπή της ταπεινωτικής κατάστασης που περιήλθαν, κατέφυγαν στο εφεύρημα των λατρευτικών πρακτικών μιας «νεκρής» θεότητας –της Δημοκρατίας[v].

Άραγε υφίσταται κάποια αντιστοιχία της προαναφερθείσης καταστάσεως με τη σημερινή, όπου πλεονάζουν οι αναφορές και οι επικλήσεις της ειρήνης και της δημοκρατίας; Μήπως η μονότονη επανάληψη της «δημοκρατίας» και των παραγώγων της στη χώρα μας αποτελεί φτηνή επιχρύσωση που καλύπτει την ελληνική μειονεξία σε ισχύ, αξιοσύνη, ηθική και τελικά δημοκρατία, αφού δημοκρατία (δηλ. η κυριαρχία της λαϊκής θέλησης) και πρωταθλητισμός στη φτώχεια (η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των «27» σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε.) αποτελούν αποκλίνουσες και αντιφατικές έννοιες; Ή, μήπως, η παθολογία της ειρηνολαγνείας και της μηρυκαστικής επανάληψης της «ηπιότητας» και του «ρεαλισμού» οφείλεται στην υποχώρηση ισχύος της χώρας μας; Θεωρώ πως πρόκειται για κατάσταση γενικευμένης υποχώρησης, με μια διευκρίνιση. Η ελληνική αδυναμία, με όλα τα εθνικά μέτωπα ανοικτά και πολλαπλασιαζόμενα, δεν είναι στρατιωτική, αλλά γεωπολιτική και έχει ως χρονικό ορόσημο το 1974.

Το δισυπόστατο του Ελληνισμού

Εάν θέλαμε να αποδώσουμε τον Ελληνισμό σχηματικά, θα επέλεγα τον ακόλουθο  εξισωτικό τύπο:
Ελληνισμός=θάλασσα +οικουμενικότητα

Με άλλα λόγια, η ταυτότητα του Ελληνισμού καθ΄ όλη τη μακρόσυρτη ιστορία του υπήρξε ο αιγαιακός του χαρακτήρας. Η αλλοίωση αυτού του χαρακτήρα θα επιφέρει με μαθηματική βεβαιότητα την συρρίκνωση του Ελληνισμού. Δυστυχώς, τα συμπτώματα αυτής της συρρίκνωσης είναι έντονα και ορατά. Ομιλώ για μια προϊούσα κατάσταση εθνικής απομείωσης. Η έναρξη αυτής της διαδικασίας εντοπίζεται στην Μικρασιατική Καταστροφή και η κορύφωσή της στην Κυπριακή Τραγωδία το 1974. Οι συνέπειες των δύο αυτών γεγονότων ήταν τεκτονικές, αφού μετατόπισαν το εθνικό κέντρο βάρους από το Αιγαίο –τη μήτρα του ελληνικού πολιτισμού- στον ηπειρωτικό κορμό. Το Αιγαίο από «καρδιά» του Ελληνισμού μετατράπηκε στα άκρα του, και αυτά ακρωτηριασμένα λόγω της οριστικής απώλειας της Μικράς Ασίας και της κυπριακής de facto διχοτόμησης.
           
Τα γεγονότα που περιγράφω επέφεραν την έκλειψη –όχι, βεβαίως, ολική- της «θάλασσας» στην εξισωτική αποτύπωση του Ελληνισμού, αφήνοντας μετέωρο, και ως εκ τούτου ευάλωτο, το άλλο στοιχείο του, την «οικουμενικότητα». Το στοιχείο αυτό δέχθηκε καίριο πλήγμα μεταπολιτευτικά από το εσωτερικό με την επικράτηση της ιδεολογικής τάσης του «εθνομειοδοτικού εκσυγχρονισμού», βάσει του οποίου καθετί ελληνικό και οικουμενικό –π.χ. γλώσσα, Ορθοδοξία- λοιδορείται, πολεμείται, αποβάλλεται.

Βαλκανοποίηση

Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό που προέταξα ως η «στρατηγική κουλτούρα» της συστολής, η οποία  επιβλήθηκε από τα δύο γεγονότα-«καρμπόν»: την Μικρασιατική Καταστροφή και την Κυπριακή Τραγωδία. Και οι δύο τραγωδίες, που προξένησαν ανείπωτα τραύματα στο εθνικό Σώμα και, μεταξύ των άλλων, αποδυνάμωσαν την προαιώνια σχέση της Ελλάδας με τους φυσικούς της συμμάχους –δηλαδή τις ναυτικές δυνάμεις-, δημιουργήθηκαν από μια αλληλουχία πολιτικής και στρατιωτικής απύθμενης ανικανότητας και αρρωστημένης μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Παρακάμπτω τις εντυπωσιακές ομοιότητες των δύο αυτών γεγονότων, για να σταθώ στην πιο χαρακτηριστική απόκλισή τους. Ως γνωστόν, οι πρωτεργάτες της πρώτης Καταστροφής οδηγήθηκαν στο Γουδί –εκτέλεση τεσσάρων πολιτικών και ενός στρατιωτικού, ισόβια σε δύο στρατιωτικούς-, παρά τις έντονες πιέσεις του ξένου παράγοντα προς την κυβέρνηση Πλαστήρα για την αθώωση των εν λόγω κατηγορουμένων με κριτήριο την αποπληρωμή της σιωπής τους γύρω από τον ένοχο ρόλο των συμμάχων μας[vi]. Αντίθετα, οι πρωταγωνιστές της Κυπριακής Τραγωδίας παρέμειναν ελεύθεροι και διατήρησαν όλα τους τα προνόμια –βαθμοί, συντάξεις- ή τους επιβλήθηκαν ποινές που δεν αντιστοιχούν με το μέγεθος της ευθύνης τους, διότι οι κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας υπέκυψαν στις έξωθεν πιέσεις.

Εκτιμώ, ωστόσο, ότι το πιο ολέθριο επακόλουθο της Κυπριακής Τραγωδίας δεν είναι η ατιμωρησία των υπαιτίων και η απόκρυψη της αλήθειας λόγω της εμμονής στην άρνηση να ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου, αλλά η αδυναμία χάραξης μιας αναγεννησιακής εθνικής πορείας. Έτσι, για παράδειγμα, η ατιμωρησία κατέστη δικαίωμα αρχόντων και αρχομένων, με συνέπεια να νομιμοποιηθεί η κάθε μορφής παρανομία και, το χειρότερο, ο εθνομειοδοτισμός. Σε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών, ο Ελληνισμός πορεύεται πλέον χωρίς πυξίδα πλεύσης με συνέπεια να θαλασσοδέρνεται ανηλεώς σ΄ έναν ωκεανό αναθεωρητισμού και επιθετικότητας. Ελλείψει εθνικού μπούσουλα αρμενίζουμε «στραβά», ενώ εμείς θεωρούμε ότι ο γιαλός είναι αυτός που «στράβωσε». Αντιμέτωποι με τα πελώρια κύματα των νέων προκλήσεων και των βίαιων αναθεωρητισμών, χωρίς τα κατάλληλα εφόδια λόγω της γνωστής ελληνικής προχειρότητας, ρίξαμε εσπευσμένα αγκυροβόλιο στο πλησιέστερο «ξερονήσι», την βαλκανική ενδοχώρα, την οποία, με λυτρωτική ανακούφιση αναγάγαμε σε νέα Ιθάκη.

Κρίνοντας κανείς αυστηρά επιστημονικά την εξέλιξη αυτή των γεγονότων που επέφερε την παγίωση μιας πρωτόγνωρης για τον Ελληνισμό στρατηγικής κουλτούρας –της φοβίας και της συστολής-, καταλήγει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η βάση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας είναι επισφαλής και η φιλοσοφία που τη διέπει δεν έχει διεθνές, ίσως και διιστορικό προηγούμενο. Αυτό, προφανώς, δεν οφείλεται σε μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά, αλλά στην εμμονή μας να παραμένουμε απαίδευτοι γεωπολιτικά σε μια εποχή που το κύριο γνώρισμά της είναι η παραγωγή πολιτικής στη βάση γεωπολιτικών κριτηρίων και όχι βάσει της ιδεολογίας και των καλών τρόπων συμπεριφοράς. Η απαιδευσία που αναφέρω είναι γεωπολιτική και γενικευμένη με συνέπεια να ανατροφοδοτεί συνεχώς αδιέξοδα. Η βαλκανοποίηση (δηλ. η ολική σχεδόν στροφή στην βαλκανική ενδοχώρα) των στρατηγικών μας επιλογών αποτελεί την αποκορύφωση της γεωπολιτικής μας απαιδευσίας. Και το χειρότερο όλων είναι ότι η επιλογή αυτή εκλαμβάνεται ως πανάκεια, ενώ ισοδυναμεί με εθνική ευθανασία.

Θα εξηγήσω την οδυνηρή αυτή διαπίστωση με όρους στρατηγικής, ώστε να έχει επιστημονική εγκυρότητα. Με την βαλκανοποίηση η Ελλάδα επέλεξε για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της το αδιανόητο: την γεωπολιτική της έκλειψη. Και τούτο, διότι άλλαξε την επί αιώνες σμιλευμένη γεωπολιτική της προσωπικότητα: από ναυτική, με οικουμενική απήχηση της πολιτισμικής της παραγωγής, καθώς και με συμμάχους τίς παραδοσιακά ναυτικές δυνάμεις, σε ηπειρωτική, χερσαία και συνεσταλμένη, επιδιώκοντας την εύνοια συμμάχων με παραδοσιακούς χερσαίους προσανατολισμούς –π.χ. Γερμανία, Ρωσία, βαλκανικές χώρες-, οι πάγιες στρατηγικές επιλογές των οποίων βρίσκονται στον αντίποδα των ελληνικών. Με τη μεταστροφή αυτή μειώθηκε κατακόρυφα το ειδικό γεωπολιτικό βάρος της Ελλάδας, η οποία έκτοτε επιχειρεί να πληρώσει το εν λόγω έλλειμμα με υποκατάστατα: ειρηνολαγνεία, «μηρυκαστικός» ευρωπαϊσμός, εθνομηδενικός διεθνισμός, κατευνασμός, διπλωματία “savoir vivre”.

Ελληνική έκλειψη, τουρκική επικράτηση

Λόγω του τεράστιου γεωπολιτικού ελλείμματός της, η Ελλάδα δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει διπλωματικά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζει ετοιμόρροπα κρατικά μορφώματα ή εξαθλιωμένα κράτη που εξαρτώνται εν πολλοίς από αυτή για την επιβίωσή τους. Το οδυνηρότερο όλων είναι ότι η ελληνική βαλκανοποίηση, προσέφερε ως μάννα εξ ουρανού στην Τουρκία την μοναδική ευκαιρία να επιτύχει αυτό που δεν είχε κατορθώσει ούτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία: την επικυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο· μια εξέλιξη που την αναβάθμισε γεωπολιτικά και την ανέδειξε σε περιφερειακή δύναμη ιδιαίτερα ευρέως εκτοπίσματος, καθότι η εν λόγω περιοχή θεωρείται και είναι η στρατηγικότερη στον πλανήτη.

Ας παρακολουθήσουμε την προαναφερόμενη εξέλιξη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Η οικειοθελής απόσυρση της Ελλάδας από το φυσικό της χώρο, τον αιγαιακό και κατά προέκταση μεσογειακό, δημιούργησε ένα τεράστιο σε στρατηγική αξία κενό, το οποίο έσπευσε να καλύψει η Τουρκία, η οποία, εξίσου με τη χώρα μας, μετάλλαξε τον γεωπολιτικό της χαρακτήρα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: από χερσαία δύναμη με παραδοσιακούς ηπειρωτικούς συμμάχους –πρωτίστως τη Γερμανία- σε αεροναυτική με συμμάχους τους Αγγλοσάξονες, τους κοσμοκράτορες της Νέας Εποχής. Και το σημαντικότερο: οι Τούρκοι δεν περιορίστηκαν σε μια σχέση εντολέα-εντολοδόχου ή ηγεμόνα-χωροφύλακα, επαιτώντας ψιχία εύνοιας, αλλά δρομολόγησαν τη χώρα τους σε μια αυτόφωτη και ηγεμονική πορεία –π.χ. αυτοδύναμη πολεμική βιομηχανία, απαρέγκλιτη πορεία προς εθνικές στοχεύσεις-, που το «εθνικό» διαμόρφωνε το «συμμαχικό» και όχι αντιστρόφως.

Οι Τούρκοι, για να υλοποιήσουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες, προέβησαν, από τη δεκαετία του ΄70, σε θεαματική αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεών τους με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: Πολεμική Αεροπορία, Πολεμικό Ναυτικό, Στρατός Ξηράς. Το εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της επιλογής είναι ότι ο εκσυγχρονισμός των χερσαίων δυνάμεων έτυχε χαμηλής προτεραιότητας, παρότι ο Α/ΓΕΕΘΑ προέρχεται πάντοτε από τις τάξεις τους και παρότι η συμμαχική δεοντολογία επέβαλε αυξημένη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα στα χερσαία σύνορα με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας –Καύκασος, Βουλγαρία. Έτσι, το κύριο βάρος δόθηκε σε μια απίστευτης έκτασης ανάπτυξη, σχεδόν εκ του μηδενός, της αεροναυτικής τους ισχύος, καίτοι θεωρητικά και πρακτικά ο συμμαχικός θαλάσσιος χώρος –Ανατολική Μεσόγειος- καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από τις ελληνικές δυνάμεις.

Αυτή η γεωπολιτική αναγέννηση της Τουρκίας –που συνέπεσε με την οικειοθελή αποδέσμευση της Ελλάδας από την Κύπρο και με τις ανούσιες εκδηλώσεις ειρηνολαγνείας σε μια ταπεινωμένη, λόγω Κυπριακού, Ελλάδα,  υποδαυλίζοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο την τουρκική επιθετικότητα- εκτόξευσε στα ύψη τις μετοχές της στο διεθνές στρατηγικό χρηματιστήριο με συνέπεια να τις εξαργυρώνει στο διπλωματικό επίπεδο. Έτσι, η Τουρκία καθιερώθηκε σε υπολογίσιμη δύναμη, επιλέγοντας τους κατάλληλους εταίρους, όπως το Ισραήλ, με το οποίο συνδιαμορφώνουν το περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, στο οποίο έχουν de facto ενταχθεί τα δύο ελληνικά κράτη, η Ελλάδα και η Κύπρος. Ενθαρρυμένη από την παθολογία του αν-ορθόδοξου κρατικού Ελληνισμού, η Άγκυρα, από το 1974, εγκαινίασε την πολιτική των αξιώσεων στο Αιγαίο, οι οποίες σταδιακά διευρύνθηκαν για να πάρουν τη μορφή αμφισβήτησης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας (π.χ. γκρίζες ζώνες).

Τουρκική γεωπολιτική απειλή

Αυτή την πρωτόγνωρη γεωπολιτική απειλή, η Ελλάδα προσπαθεί να ξορκίσει με ευχολόγια, κινήσεις «φιλίας», πολιτικές κατευνασμού, ευρωενταξιακές παραινέσεις, πρωτοβουλίες καλλιτεχνικές και αθλητικές, επενδύσεις, επισκέψεις και επαφές. Ωστόσο, η καθημερινότητα αποδεικνύει ότι η κατάσταση δεν ξορκίζεται· απεναντίας, χειροτερεύει δραματικά, διότι τα αίτιά της είναι εγγενή και δομικά. Τα αίτια αυτά οφείλονται, πρώτον, στην εγγενή τουρκική επιθετικότητα και, δεύτερον, στο γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν οντότητες αντιθέτων –και όχι συμπληρωματικών- γεωπολιτικών συμφερόντων. Σχετικά με το δεύτερο, επικαλούμαι την επιστημονική εγκυρότητα του Γαλλικού Ινστιτούτου Πολεμολογίας, το οποίο σε μια μνημειώδη έρευνά του συγκέντρωσε όλες τις γνωστές συρράξεις που έχουν καταγραφεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και προσπάθησε να εντοπίσει τον κοινό τους παρανομαστή. Το συμπέρασμα της έρευνάς του ήταν ότι μια εστία έντασης και σύγκρουσης παρατηρείται πάντα όπου συναντώνται αποκλίνοντες γεωπολιτικοί παράγοντες και ασυμβίβαστες «διαχωριστικές γραμμές». Η μεγαλύτερη ίσως συγκέντρωση διαχωριστικών γραμμών παγκοσμίως και διιστορικώς, είναι το Αιγαίο, όπου συναντώνται: τρεις ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική), εντελώς διαφορετικοί πολιτισμοί, δύο γλώσσες εντελώς ξένες μεταξύ τους, δύο ανταγωνιστικές θρησκείες, δύο λαοί διαφορετικής προέλευσης, νοοτροπίας και χαρακτήρα, δύο διαφορετικά κράτη με ουσιώδεις διαφορές στον πολιτικό τους πολιτισμό, ενώ εξίσου σημαντικός είναι και ο δημογραφικός παράγων, καθόσον στο συγκεκριμένο σημείο συγκρούεται η υπογεννητικότητα της Ευρώπης με τον καλπάζοντα υπερπληθυσμό της Ασίας. Δια τούτο, το Αιγαίο ήταν και παραμένει μια χαρακτηριστική περίπτωση μηδενικού αρθοίσματος (δηλ. το κέρδος της μιας πλευράς συνεπάγεται την απώλεια της άλλης). Τα περί «θάλασσας ειρήνης», «οι δύο λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν» και τα παρόμοια, είναι φληναφήματα θερινής νυκτός που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό περί της νεοελληνικής αν-ορθοδοξίας[vii].  

Αναφορικά με το πρώτο, κατά σειρά αναφοράς, αίτιο, την τουρκική επεκτατικότητα, έχω να παρατηρήσω ότι αυτή είναι εγγενής, γεωπολιτική και όχι απλώς στρατιωτική και, το σημαντικότερο, δυτικοβαρής που φέρνει την Τουρκία σε βίαιη σύγκρουση με τον Ελληνισμό, ανεξαρτήτως του καθεστώτος που την κυβερνά: οθωμανικό, κεμαλικό, ισλαμικό. Για παράδειγμα, όλες οι πρωτεύουσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στο δυτικό της τμήμα [Προύσα (1326-65), Αδριανούπολη (1365-1453), Κωνσταντινούπολη (1453-1918)]· το κεμαλικό κράτος εδραιώθηκε και νομιμοποιήθηκε ως ευρωπαΐζον, ενώ το ισλαμικό επιχειρεί να γίνει ευρωενωσιακό. Επιπλέον, κοινό στοιχείο της οθωμανικής, κεμαλικής και ισλαμικής Τουρκίας, η καθεστωτική της δηλαδή ιδεολογία, ήταν και παραμένει ο ισλαμοεθνικισμός, φύσει επεκτατικός και ανθελληνικός. Επιβεβαίωση των ανωτέρω αποτελεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που έγινε με πρόεδρο της κυβέρνησης τον κεμαλιστή Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο τον ισλαμιστή Ερμπακάν, ενώ και οι δύο τάσεις –κεμαλισμός, ισλαμισμός- προωθούν εξίσου δυναμικά τον νεο-οθωμανισμό που έχει μονίμως στο στόχαστρό του τον Ελληνισμό.


Ελληνική γεωπολιτική απαιδευσία

Πολλοί εξ υμών εφησυχάζουν με τη μονότονη επανάληψη επωδών του τύπου ο Θεός της Ελλάδας είναι Μεγάλος· μια αντίληψη που αναγάγει την πολιτική σε μεταφυσική αναζήτηση. Βεβαίως, η πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται με ενοράσεις και θεϊκές επικλήσεις. Ένα είναι σίγουρο· η αισιοδοξία περί της θεϊκής εύνοιας του Ελληνισμού γεννά φρούδες προσδοκίες. Σταχυολογώ δύο εξ αυτών. Πρώτον, η προοπτική ευρωένταξης της Τουρκίας θα την εξημερώσει και θα την εκπολιτίσει και, δεύτερον, η ενεργοποίηση του κουρδικού ηφαιστείου θα την εξαναγκάσει αργά ή γρήγορα να αφήσει ήσυχο τον Ελληνισμό για να αντιμετωπίσει την εκρηκτική εσωτερική κατάσταση. Εκτιμώ πως τα αίτια αυτά που προβάλλονται ως ευνοϊκές εξελίξεις για τον Ελληνισμό στην ουσία αποτελούν τα βαρίδια του. Αναφορικά με την πρώτη, η διαδικασία εξημέρωσης είναι εκ των πραγμάτων μακρόχρονη και εγγενώς αμφιβόλου αποτελέσματος. Και το χειρότερο, έως ότου το «θηρίο» εξημερωθεί, θα επιφέρει θανάσιμα πλήγματα στους απροετοίμαστους –σε γνώση και προστατευτικό εξοπλισμό- γείτονές του.

Εξίσου δυσοίωνες για την Ελλάδα είναι και οι συνέπειες της «κουρδοποίησης». Είναι γεγονός ότι από τη δεκαετία του ΄90 κυοφορείται η συνολική διευθέτηση του Κουρδικού Ζητήματος μέσω της μεθοδικά σμιλευμένης πολιτικής της Ουάσιγκτον: επιβολή της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» ιρακινών αεροσκαφών στο Β. Ιράκ από το 1991 έως την πτώση του Σαντάμ, που δημιούργησε de facto το ιρακινό Κουρδιστάν· παράδοση του Οτσαλάν στην Τουρκία το 1999, με αποκλειστικό σκοπό οι Κούρδοι να αποκτήσουν, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, το δικό τους εθνικό σύμβολο, που είναι απαραίτητο για την οικοδόμηση κράτους, τον «Μαντέλα» τους· de jure αυτονόμηση του ιρακινού Κουρδιστάν στο μετα-σανταμικό ομόσπονδο Ιράκ· παραχώρηση ελκυστικών ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, για να γίνει εύπεπτη η «κουρδοποίηση». Φαίνεται πως τα αρνητικά από την δρομολογηθείσα κουρδοποίηση εξισορροπούνται από σημαντικά για την Τουρκία οφέλη, όπως:  θα ολοκληρωθεί η επί αιώνες δυτικόστροφη πορεία της μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής a la turca αφενός και αφετέρου θα σταθεροποιηθεί το κέντρο βάρους της δυτικά, με την Κωνσταντινούπολη να εδραιώνεται ως η πρωτεύουσα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ολοκλήρωση αυτής της εξέλιξης θα θέσει την Θεσσαλονίκη στην τροχιά της Κωνσταντινούπολης, μια που η ίδια στερείται κατάλληλων υποδομών, οράματος και πνευματικής ακτινοβολίας.

Είναι φανερό πως αυτός που θα επωμιστεί όλες –στην κυριολεξία όλες- τις τουρκικές απώλειες της κουρδοποίησης είναι ο Ελληνισμός (Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη), αφού οι δύο κρατικές του υποστάσεις –Αθήνα, Λευκωσία- ανέχονται, εάν δεν επικουρούν, αυτή την προοπτική με πράξεις ή παραλήψεις, όπως οι ακόλουθες: βαλκανοποίηση, «απο-εθνικοποιημένος εκσυγχρονισμός» ως κυρίαρχη ιδεολογία, έρπων αφελληνισμός της Κύπρου και προώθηση της «σιγκαπουροποίησής» της μέσω του ιδεολογήματος του «νεο-κυπριωτισμού», «ουδετεροποίηση» του Αιγαίου και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Επιμύθιο

Ως επιμύθιο των όσων ανέπτυξα επιλέγω την εξής διαπίστωση. Αρκεί μια στοιχειώδης ικανότητα γεωπολιτικής ανάγνωσης και γραφής, για να αντιληφθεί κανείς ότι οι επενδύσεις στην στρατιωτική ετοιμότητα δεν θα έχουν και στο μέλλον χειροπιαστό και ουσιαστικό αντίκρισμα, εάν πρώτα δεν αντιμετωπιστεί η πραγματική απειλή: η αν-ορθόδοξη συμπεριφορά και η έλλειψη γεωπολιτικής αγωγής. Ιδού η πρόκληση για το μέλλον του Ελληνισμού.










[i] Ο κ. Μούρτος κατάγεται από τη Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Ενωμοταρχών, του κολλεγίου Southampton και του πανεπιστημίου Hull της Μ. Βρετανίας στις Διεθνείς Σχέσεις, καθώς και του μεταπτυχιακού τμήματος Σπουδών Πολέμου του πανεπιστημίου του Λονδίνου σε θέματα Στρατηγικής. Η διδακτορική του διατριβή τιτλοφορείται: Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις: Ιδεολογία και στρατηγική σκέψη από τους Οθωμανούς μέχρι σήμερα. Έχει συγγράψει πληθώρα άρθρων και επιστημονικών μελετών σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, καθώς και μονογραφίες και βιβλία, μεταξύ των οποίων: Η στρατηγική του ΝΑΤΟ (1987), Ρουμανία (1991 και 1994), Η Τουρκία σήμερα (1994), Ελλάδα και Τουρκία στην μεταψυχροπολεμική εποχή (1997). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει ως τίτλο Οι αν-ορθόδοξοι της Ορθοδοξίας και η ελληνική γεωπολιτική απαιδευσία (εκδόσεις Αρμός, 2008).


[ii] Ελληνισμός, με κεφαλαίο –έψιλον-, αναφέρεται στο ελληνικό έθνος, ενώ με πεζό στην κλασική Παιδεία και Λογιοσύνη.

[iii] Επικαιροποιώ την αναφορά μου αυτή με το εξής παράδειγμα. Εν μέσω πρωτόγνωρης παγκόσμιας κρίσης και πρωτοφανούς για τα ελληνικά χρονικά δημοσιονομικού ελλείμματος, η κυβέρνηση προχώρησε στη δραστική φορολογική μείωση των αυτοκινήτων και δη των πολυτελών, με συνέπεια να διευρύνεται το χρέος της χώρας που υπονομεύει το μέλλον της και έτσι να διευρύνεται η εξάρτησή της από το εξωτερικό.
[iv] «Φαυλοκρατία», στο αξιόλογο βιβλίο του Ευ. Κοροβίνη, Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία, Αθήνα: Αρμός 2008, ορίζεται η αλλοτρίωση της πολιτικής λειτουργίας σε κατοχή και νομή του κράτους από ανταγωνιζόμενες ομάδες επαγγελματιών της εξουσίας, οι οποίες απολαμβάνουν πλήρους ατιμωρησίας.

[v] Τις εν λόγω ενδιαφέρουσες επισημάνσεις τις άντλησα από το Andrew Stewart, Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα, μτφ. Α. Νικολόπουλος, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2003, σελ. 274-282.

[vi] Βλ. το τεκμηριωμένο άρθρο του Σέφη Αναστασάκου, «Η δίκη, η εκτέλεση των έξι και η ιστορική αλήθεια», Διεθνές Βήμα, Οκτ-Δεκ ΄08, σελ. 20-30, συγγραφέα του 3τομου έργου, Ο Πλαστήρας και η εποχή του, Αθήνα: Επικαιρότητα 2007.

[vii] Βλ. Γ. Μούρτος, Οι αν-ορθόδοξοι της Ορθοδοξίας και η ελληνική γεωπολιτική απαιδευσία, Αθήνα: Αρμός 2008, σελ. 239-41





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου