Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, το οποίο όμως δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών μελετών, αποτελεί ο Εθνικός Μπολσεβικισμός. Μία από τις πιο σημαντικές σχετικές μελέτες έχει γίνει από τον Mikhail Agursky. Κατ’ αυτόν, ο Εθνικός Μπολσεβικισμός είναι «η Ρωσική ιδεολογία κρατικού συγκεντρωτισμού που νομιμοποιεί το Σοβιετικό πολιτικό σύστημα από την οπτική του Ρωσικού κρατικού συγκεντρωτισμού. Ο κρατικός συγκεντρωτισμός διακρίνεται από τον πολιτισμικό Εθνικισμό [αλλά είναι] μία ισχυρή μορφή Εθνικισμού. Ο Εθνικός Μπολσεβικισμός δεν απορρίπτει την κομμουνιστική ιδεολογία, όμως προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει την σπουδαιότητά της στο απαραίτητο επίπεδο για την νομιμότητα. Παρόλα αυτά, οι στόχοι του διαφέρουν από εκείνους της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Εθνικός Μπολσεβικισμός στην αρχική μορφή του αγωνιζόταν για την παγκόσμια κυριαρχία, εννοούμενη ως την παγκόσμια Ρωσική αυτοκρατορία. Δεν αποκλείεται σε κάποιες συνθήκες ο Εθνικός Μπολσεβικισμός να αυτοπεριορισθεί στην κρατική συγκεντρωτική έννοια της Ρωσικής υπερδύναμης».
Από την άλλη ο Michael Hughes χρησιμοποιεί μία απλούστερη εκδοχή του όρου υποστηρίζοντας ότι ο Εθνικός Μπολσεβικισμός περιγράφει «μία ιδεολογία που προσπαθεί να συμβιβάσει μία ισχυρή αίσθηση Ρωσικού πατριωτισμού με την αφοσίωση στο Σοβιετικό κομμουνιστικό κράτος». Και προσθέτει ότι «ο Εθνικός Μπολσεβικισμός ήταν πάντα προσαρμοσμένος στην υπεράσπιση της Ρωσικής ηγεμονίας εντός της Σοβιετικής αυτοκρατορίας».
Κατά τους D. Brandenberger και A. Dubrovsky ο Εθνικός Μπολσεβικισμός είναι μία πατριωτική ιδεολογία προσανατολισμένη προς το κράτος και η οποία θυμίζει την μεγάλη τσαρική ισχύ και τις ρωσοκεντρικές παραδόσεις. Κατ’ αυτούς η ιδεολογία αυτή ήταν ένα κρατικιστικό, συγκεντρωτικό συστατικό της επίσημης Σοβιετικής ιδεολογίας κατά την δεκαετία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως επισημαίνουν ο Εθνικός Μπολσεβικισμός «αντανακλούσε την ενασχόληση της ιεραρχίας του κόμματος με την οικοδόμηση του κράτους και την νομιμότητα. Η εκ μέρους του κόμματος αποδοχή της αυτοκρατορικής ακτινοβολίας και ακόμα και των Ρωσικών εθνικιστικών αναπαραστάσεων θεωρούνταν ως ο πιο πρόσφορος τρόπος προκειμένου να κινητοποιηθούν τα πατριωτικά συναισθήματα και η αφοσίωση. Ο πραγματισμός, παρά ο γνήσιος Ρωσικός Εθνικισμός, οδήγησε σε αυτήν την ιδεολογική μεταστροφή και σήμαινε ότι ο Εθνικός Μπολσεβικισμός θα μπορούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ‘30 να προωθείται δημοσίως παράλληλα με μία αργοσβήνουσα διεθνιστική ηθική».
Εξηγώντας τον Εθνικό Μπολσεβικισμό οι Brandenberger και Dubrovsky επισημαίνουν ότι αυτός «περιγράφει μία ιδιάζουσα μορφή μαρξιστικού κρατικού συγκεντρωτισμού η οποία νομιμοποιεί το Σοβιετικό πολιτικό σύστημα μέσω μίας διπλής επιδίωξης κομμουνιστικών φιλοδοξιών και φιλοδοξιών υπερδύναμης. Η επιδίωξη θέσης υπερδύναμης (derzhavnost’) είναι στην πραγματικότητα το κυρίαρχο συστατικό αυτής της κρατικής συγκεντρωτικής ιδεολογίας. Ενώ ο μαρξιστικός διεθνισμός δεν απορρίπτεται ρητώς, η συνεισφορά του στον Εθνικό Μπολσεβικισμό υποβαθμίζεται γενικώς σε ένα ρητορικό επίπεδο όταν έρχεται σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες προτεραιότητες της οικοδόμησης του κράτους». Όμως, όπως οι ίδιοι διευκρινίζουν, ο Εθνικός Μπολσεβικισμός δεν είναι εγγενώς εθνικιστικός καθώς ο τελικός στόχος του είναι η απόκτηση θέσης υπερδύναμης και όχι η προώθηση των Ρωσικών εθνοτικών συμφερόντων. Παρόλα αυτά οι Brandenberger και Dubrovsky επισημαίνουν ότι άλλοι συγγραφείς θεωρούν τον Εθνικό Μπολσεβικισμό ως έκφραση Εθνικισμού.
Ένας από αυτούς είναι ο John Dunlop, ο οποίος θεωρεί τον σύγχρονο Εθνικό Μπολσεβικισμό ως μία βασική τάση του σύγχρονου Ρωσικού Εθνικισμού και η οποία αποτελεί μία μορφή φασισμού. Κατά τον Dunlop ο σύγχρονος Εθνικός Μπολσεβικισμός εμφορείται από τα εξής χαρακτηριστικά: λατρεία του Ρωσικού λαού στα όρια του ρατσισμού, λατρεία του ηρωισμού και της στρατιωτικής πειθαρχίας και άσβεστο μίσος κατά της Δύσης και των Εβραίων.
Ο Dunlop υποστηρίζει ότι ενώ στον Εθνικό Μπολσεβικισμό της δεκαετίας του ‘30 υπερίσχυε το μπολσεβικικό στοιχείο, στον Εθνικό Μπολσεβικισμό της δεκαετίας του ‘70 κυριαρχούσε το εθνικιστικό στοιχείο, το οποίο ήταν διατεθειμένο για λόγους τακτικής να έλθει σε κάποιου είδους συμβιβασμό με τον Μαρξισμό-Λενινισμό προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του εθνικιστικού κρατικού συγκεντρωτισμού. Μία αντίστοιχη άποψη εκφράζει και ο Walter Laqueur ο οποίος θεωρεί τον Εθνικό Μπολσεβικισμό ως μία τάση του Ρωσικού Εθνικισμού, η οποία επιχειρεί μία νέα σύνθεση μεταξύ του παραδοσιακού Ρωσικού Εθνικισμού και του Λενινισμού-Σταλινισμού.
Ο Stephen Carter θεωρεί ότι ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του διαδόχου του άλλοτε κραταιού Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, Gennadiy Zyuganov «είναι πιθανόν κοντά στην ιδεολογία του Εθνικού Μπολσεβικισμού και ελπίζει ειλικρινά στην παλινόρθωση του Κομμουνισμού στην βάση του συγκεντρωτικού Ρωσικού Εθνικισμού». Ο Zyuganov ήταν ιδρυτικό μέλος του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας το φθινόπωρο του 1992, το οποίο συνένωσε διάφορες πατριωτικές δυνάμεις που ήταν εχθρικές προς την κυβέρνηση Yeltsin. Στο πρόγραμμα του κόμματος επισημαίνεται ότι είναι απαραίτητο «να προστατευθεί η κρατική ακεραιότητα [tselostnost] της Ρωσίας, να επαναδημιουργηθεί μία ανανεωμένη Ένωση των Σοβιετικών λαών, να εξασφαλισθεί η εθνική ενότητα του Ρωσικού [russkogo] λαού». Η φράση αυτή καταδεικνύει και μία προσπάθεια συγκερασμού του Σοβιετικού διεθνισμού με τον Ρωσικό Εθνικισμό. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο van Ree, o Zyuganov δεν κάνει λόγο περί τάξεων, αλλά περί συλλογικότητας (sobornost’) και υποστηρίζει ένα μεικτό οικονομικό σύστημα.
Κατά τον Sven Gunnar Simonsen το ΚΚΡΟ «είναι ένα κόμμα που χαρακτηρίζεται από ισχυρή νοσταλγία. Στο πρόγραμμά του 1997 το κόμμα αυτοπεριγράφεται ως το κόμμα «του πατριωτισμού, του διεθνισμού και της φιλίας των λαών». Επιπλέον, το ΚΚΡΟ υπό την ηγεσία του Zyuganov στην πραγματικότητα εκπροσωπούσε ένα συγκεχυμένο μείγμα Σοβιετικού διεθνισμού, Ρωσικού Εθνικισμού και προ-Σοβιετικού Ρωσικού ιμπεριαλισμού».
Όπως σχολιάζει ο Carter, ο Zyuganov είναι «ένας τίμιος άνθρωπος ο οποίος προφανώς πιστεύει ειλικρινά στην παλινόρθωση της ΕΣΣΔ και του εκτεταμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιάς της. Είναι επίσης θαυμαστής του Stalin και κάποιες φορές αναφέρεται σε μία ιουδαιο-μασονική συνωμοσία». Κατά τον Simonsen «ο εθνοκεντρικός, ιμπεριαλιστικός Εθνικισμός, μια κλίση προς θεωρίες συνομωσίας συχνά αποδίδονται στην Άκρα Δεξιά. Στην Ρωσία, εν τούτοις, τα στοιχεία αυτά είναι έντονα παρόντα στην Αριστερά. Αυτό έχει σημειωθεί από επιστήμονες που μελετούν, συγκεκριμένα, το Κομμουνιστικό Κόμμα [ΚΚΡΟ] και την ιδεολογία του ηγέτη του, Gennadiy Zyuganov».
Η ασταθής σχέση Εθνικισμού και Μπολσεβικισμού
Μία πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνευτική μελέτη της έννοιας του Εθνικού Μπολσεβικισμού έχει γίνει από τον Erik van Ree. Κατ’ αυτόν ο Μπολσεβικισμός είναι «η ριζοσπαστική τάση η οποία ελπίζει να θέσει την κοινωνία και το κράτος υπό την δικτατορία ενός πολιτικού κόμματος, με προεξάρχοντα στόχο την καταστροφή κάθε ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής». Κατ’ επέκταση, ο van Ree ορίζει τον Εθνικό Μπολσεβικισμό ως «την ριζοσπαστική τάση που συνδυάζει μία δέσμευση στην ταξική πάλη και την πλήρη εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής με έναν ακραίο κρατικό σωβινισμό». Ο παραπάνω ορισμός είναι πολύ περιοριστικός. Κατά τον van Ree αυτό γίνεται προκειμένου να διατηρηθούν οι αρχικές συνεκδοχές των πρώτων εθνικομπολσεβίκων (οι οποίοι κατά τον van Ree ήταν ο Γερμανός εθνικιστής Paul Eltzbacher και οι εξ Αμβούργου κομμουνιστές Heinrich Laufenberg και Fritz Wolffheim) και να αναδειχθεί η αξιοσημείωτη ασυμμετρία μεταξύ της ροπής εθνικιστών και κομμουνιστών να υιοθετούν οι μεν το πρόγραμμα των δε. Πάντως, ο van Ree επισημαίνει ότι ο αυθεντικός Εθνικός Μπολσεβικισμός «θα ήταν μία παράδοξη ιδεολογία, καθώς θα είχε δύο κύριους στόχους, ήτοι την κατασκευή μίας εθνικής ή πολυεθνικής υπερδύναμης και την καταστροφή των ιδιοκτητριών τάξεων».
Όπως αναλύει ο ίδιος, αν η απαλλοτρίωση γινόταν από το κράτος οι δύο στόχοι θα μπορούσαν να συμπέσουν καθώς η πολιτική ισχυροποίηση του κράτους θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες κρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ ο στόχος του Μπολσεβικισμού, δηλαδή η συγκέντρωση όλων των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους, θα οδηγούσε και στην οικονομική του ισχυροποίηση. Όμως, εκείνοι οι εθνικομπολσεβίκοι που θα πρότασσαν τον Μπολσεβικισμό, ως διεθνιστές δεν θα αρκούνταν στην επίτευξη των στόχων τους εντός των ορίων του δικού τους κράτους, αλλά θα επεδίωκαν την ανατροπή των ιδιοκτητριών τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ σε κάποια στιγμή της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και το ίδιο το κράτος θα εξαφανιζόταν δίνοντας την θέση του σε ένα ενοποιημένο παγκόσμιο σύστημα χωρίς κράτη. Από την άλλη, εκείνοι οι εθνικομπολσεβίκοι που θα πρότασσαν τον Εθνικισμό δεν θα ενδιαφέρονταν για την παγκόσμια ανατροπή του καπιταλισμού καθώς η εκ μέρους τους αποδοχή της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής έγινε αποδεκτή μόνο με το σκεπτικό ότι θα ενίσχυε το δικό τους εθνικό κράτος. Υπ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσαν ακόμα και να αντιτεθούν στην παγκόσμια επανάσταση προκειμένου να εμποδίσουν την ισχυροποίηση ανταγωνιστικών κρατών ενώ δεν θα επιθυμούσαν και την απεμπόληση του δικού τους εθνικού κράτους, ακόμα και στο απώτερο μέλλον.
Επιπλέον, ενώ και οι δύο «τάσεις» του Εθνικομπολσεβικισμού θα συμφωνούσαν με την ανάγκη της υποταγής του ατόμου σε μία ευρύτερη συλλογικότητα όπως το κράτος, από την άλλη θα διαφωνούσαν στο θέμα της πάλης των τάξεων η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει διασπαστικά και, υπονομεύοντας την εθνική αλληλεγγύη, να οδηγήσει σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων. Κατά τον van Ree δεν είναι απίθανο για ριζοσπάστες εθνικιστές να ενσωματώσουν στην ιδεολογία τους τον Κομμουνισμό, καθώς, προκειμένου να ολοκληρωθεί ο Εθνικισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι θα πρέπει να κάνει μία μετάβαση προς τον Κομμουνισμό με το εξής σκεπτικό: εφ’ όσον η πρωταρχική αξία και η αφοσίωση δίδεται στην εθνική κοινότητα, τότε και η εθνική κοινότητα δικαιούται κάθε περιουσία. Όμως κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την εθνική ενότητα και θα οδηγούσε ενδεχομένως σε έναν εμφύλιο πόλεμο με στόχο την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής. Το τίμημα θα ήταν πολύ υψηλό και το αποτέλεσμα πολύ αμφίβολο.
Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο van Ree «φαίνεται ότι είναι ευκολότερο για τους κομμουνιστές να ενστερνισθούν τον ακραίο Εθνικισμό». Ο van Ree αιτιολογεί την θέση του αυτή με το σκεπτικό ότι ένα κομμουνιστικό καθεστώς που θα επέλεγε μία ακραία εθνικιστική πολιτική θα αυτοαπομονωνόταν σε σημαντικό βαθμό ακόμα και από φιλικά προς αυτό κράτη και έτσι θα μειωνόταν η εξωτερική βοήθεια και θα εξασθενούσαν οι εξωτερικές του σχέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα αποτελούσε άμεση απειλή για την ύπαρξη αυτού του κράτους όσο η πιθανότητα έναρξης εμφυλίου πολέμου για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και η εχθρότητα εκ μέρους της πολιτικής και οικονομικής elite της χώρας.
Το προαναφερθέν σκεπτικό οδηγεί τον van Ree στο συμπέρασμα ότι «ένας αυθεντικός Εθνικός Μπολσεβικισμός θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει: ένα κίνημα δημιουργίας ενός ισχυρού κράτους, σκοπεύοντας να επιτύχει κατά την εξέλιξη την δική του πολιτική και στρατιωτική μεγέθυνση καθώς και την απαλλοτρίωση και απορρόφηση κάθε οικονομικής ιδιοκτησίας στην χώρα. Αλλά πάντα θα παρέμενε ένα ασταθές μείγμα. Βραχυπρόθεσμα το ερώτημα περί της παγκόσμιας επανάστασης θα διαιρούσε κάθε εθνικό μπολσεβικικό σχηματισμό. Και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της τελικής κατάληξης του κράτους θα απέτρεπαν την οποιαδήποτε στερεή ιδεολογική ενότητα. Θεωρητικά, λοιπόν, μπορούμε να περιμένουμε ότι ο Εθνικός Μπολσεβικισμός είναι και θα παραμείνει ένα εύθραυστο κίνημα, πάντα έτοιμο να διασπασθεί στα συστατικά του μέρη σε στιγμές κρίσης».
Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι ο van Ree, βασιζόμενος στο έργο του Louis Dupeux «Nationalbolschewismus in Deutschland» το οποίο εκδόθηκε στα Γαλλικά το 1976, θεωρεί ότι η πρώτη εμφάνιση του Εθνικού Μπολσεβικισμού έλαβε χώρα στην Γερμανία κατά την περίοδο μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταπείνωση της χώρας από τις δυνάμεις της Entente, η ανθεκτικότητα της Σοβιετικής Ρωσίας και η δύναμη του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην χώρα είχαν πείσει έναν αριθμό Γερμανών συντηρητικών ότι η παλινόρθωση της Γερμανικής ισχύος θα προερχόταν μέσα από μία συμμαχία με την Σοβιετική Ρωσία και από την συνεργασία με την εργατική τάξη της Γερμανίας. Κάποιοι εξ’ αυτών μάλιστα έκαναν ένα βήμα παραπέρα θεωρώντας ότι η Γερμανία χρειάζεται την δική της μπολσεβικική επανάσταση. Τον Απρίλιο του 1919 ο βουλευτής του Γερμανικού Εθνικού Κόμματος Paul Eltzbacher πρότεινε την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής χωρίς αποζημίωση καθώς, κατ’ αυτόν, οι πλούσιοι θα θυσίαζαν το κεφάλαιό τους για την πατρίδα. Τον Ιούνιο του 1919 δύο κομμουνιστές ηγέτες από το Αμβούργο ο Heinrich Laufenberg και ο Fritz Wolffheim έκαναν λόγο περί «Εθνικού Κομμουνισμού» με κύριο στόχο την παλινόρθωση της Γερμανικής πατρίδας και την διεξαγωγή πολέμου εναντίον της Entente σε συνασπισμό με την Σοβιετική Ρωσία. Κατά αυτούς η προλεταριακή επανάσταση θα πραγματοποιούνταν σε συνεργασία με τους μικροαστούς. Τον Νοέμβριο του 1919 ο Karl Radek κατηγόρησε τους Laufenberg και Wolffheim ως «εθνικομπολσεβίκους».
Παρά τις τεράστιες ιδεολογικές διαφορές, κάποιοι συντηρητικοί και κάποιοι κομμουνιστές προώθησαν μία στρατηγική η οποία είχε κοινή βάση: την πεποίθηση ότι ένα ισχυρό Γερμανικό κράτος θα μπορούσε να οικοδομηθεί μέσα από την εφαρμογή ενός κομμουνιστικού προλεταριακού προγράμματος και από την απαλλοτρίωση των καπιταλιστικών τάξεων. Όμως αυτός ο στενός ορισμός διευρύνθηκε και ο όρος Εθνικός Μπολσεβικισμός έφθασε να περιλαμβάνει όλους εκείνους που ήλπιζαν να ενώσουν την Άκρα Δεξιά και την Άκρα Αριστερά υπό μία εθνικιστική πλατφόρμα ή που υποστήριζαν ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας θα έπρεπε να προσανατολισθεί προς την Σοβιετική Ένωση.
Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει ο van Ree, o Dupeux δεν θεωρεί εθνικοεπαναστάτες όπως ο Ernst Junger, ούτε αριστερής προέλευσης εθνικοσοσιαλιστές όπως ο Otto Strasser, ως εθνικομπολσεβίκους. Κατά τον Dupeux ο Γερμανικός Εθνικός Μπολσεβικισμός πάντα ήταν ένα πολύ μικρό κίνημα, κυριότεροι εκπρόσωποι του οποίου ήταν οι Hans von Hentig, Ernst Niekisch, Werner Lass, Harro Schulze-Boysen, Hans Ebeling και Karl Otto Paetel. Κατά τον van Ree, αυτοί ήταν οι πραγματικοί εθνικομπολσεβίκοι γιατί είχαν γνήσιο ενδιαφέρον για την εφαρμογή ενός κομμουνιστικού προγράμματος.
* Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος. Πλήρεις βιβλιογραφικές παραπομπές για το άρθρο αυτό υπάρχουν στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Εθνικός Κομμουνισμός & Εθνικός Μπολσεβικισμός: Ο παράγων «εθνότητες» και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πελασγός».
Βιβλιογραφία
1. Agursky Mikhail (1987) «The Third Rome: National Bolshevism in the USSR», London: Westview Press
2. Brandenberger D. L. and Dubrovsky A. M. (1998) ««The People Need a Tsar»: the Emergence of National Bolshevism as Stalinist Ideology, 1931-1941», Europe-Asia Studies, vol. 50, no. 5.
3. Carter Stephen (1999) «Russian Nationalism and Russian Politics in the 1990s». In C. Williams and T. Sfikas (eds). «Ethnicity and Nationalism in Russia, the CIS and the Baltic States», Aldershot: Ashgate Publishing.
4. Dunlop John B. (1983) «The Faces of Contemporary Russian Nationalism», Princeton NJ: Princeton University Press.
5. Hughes Michael (1993) «The Never-Ending Story: Russian Nationalism, National Communism and Opposition to Reform in the USSR and Russia», Journal of Communist Studies, vol. 9, no. 2.
6. Laqueur Walter (1993) «Black Hundred: the Rise of the Extreme Right in Russia», New York, NY: Harper Collins Publishers.
7. Simonsen Sven Gunnar (1999) «Inheriting the Soviet Policy Toolbox: Russia’s Dilemma Over Ascriptive Nationality». Europe-Asia Studies, vol. 51, no. 6.
8. Simonsen Sven Gunnar (2001) «Nationalism and the Russian political spectrum: locating and evaluating the extremes», Journal of Political Ideologies, vol. 6, no. 3.
9. van Ree Erik (2001) «The concept of «National Bolshevism»: an interpretive essay», Journal of Political Ideologies, vol. 6, no. 3.
πηγή: www.economist.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου